Ολόκληρη η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας στα Ελληνικά (Μέρος 4)
Εισαγωγικό σημείωμα
Πριν σας παρουσιάσουμε το αυτούσιο κείμενο της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας παρακάτω, θα θέλαμε να δείτε μια φωτογραφία που θα σας βοηθήσει να κατανοήσετε καλύτερα τους όρους όπως Υφαλοκρηπίδα, χωρικά ύδατα κλπ.
Η οριοθέτηση των θαλασσίων υδάτων κατά το διεθνές δίκαιο |
Μπορείτε να ανατρέξετε στο εν λόγω άρθρο. Προηγούμενο: (Μέρος 1) (Μέρος 2) (Μέρος 3)
(Μέρος 4)
>ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>
δ) i) Η πρώτη περίοδος της εμπορικής εκμετάλλευσης που αναφέρεται στα στοιχεία α) και γ) αρχίζει από την πρώτη λογιστική χρήση της εμπορικής εκμεταλλεύσεως και τελειώνει στη λογιστική χρήση κατά την οποία οι δαπάνες αξιοποίησης στις οποίες υποβλήθηκε ο ανάδοχος, προσαρμοσμένες κατά τον τόκο που καταβάλλεται για τις μη αποσβεσθείσες δαπάνες, αποσβένυνται πλήρως από το πραγματικό πλεόνασμα με τον ακόλουθο τρόπο:
Κατά την πρώτη λογιστική χρήση κατά την οποία γίνονται δαπάνες αξιοποίησης, οι δαπάνες οι οποίες δεν έχουν αποσβεσθεί ισούνται προς τις δαπάνες αξιοποίησης μείον το πραγματικό πλεόνασμα της χρήσης αυτής. Για κάθε μία από τις επόμενες χρήσεις οι μη αποσβεσθείσες δαπάνες αξιοποίησης υπολογίζονται εάν προσθέσει κανείς στις μη αποσβεσθείσες δαπάνες αξιοποίησης της προηγούμενης χρήσης, προσαυξημένες κατά το επιτόκιο το οποίο ανέρχεται σε 10 % ετησίως, τις δαπάνες αξιοποίησης που πραγματοποιήθηκαν κατά την υπό εξέταση χρήση και αφαιρέσει από το σύνολο αυτό το πραγματικό πλεόνασμα που πραγματοποίησε ο ανάδοχος κατά τη χρήση αυτή. Η λογιστική χρήση κατά την οποία οι δαπάνες αξιοποίησης μηδενίζονται για πρώτη φορά είναι η χρήση κατά την οποία οι δαπάνες αξιοποίησης, προσαυξημένες κατά το επιτόκιο με το οποίο επιβαρύνονται οι μη αποσβεσθείσες δαπάνες, καλύπτονται πλήρως από τα πραγματικά πλεονάσματα του αναδόχου. Τα πλεονάσματα του αναδόχου σε κάθε λογιστική χρήση περιλαμβάνουν τα καθαρά κέρδη του μείον τις δαπάνες εκμετάλλευσης και τις οφειλές του στην αρχή σύμφωνα με το στοιχείο γ),
ii) η δεύτερη περίοδος εμπορικής εκμετάλλευσης αρχίζει με τη λογιστική χρήση που ακολουθεί τη λήξη της πρώτης περιόδου εμπορικής εκμετάλλευσης και διαρκεί μέχρι τη λήξη του συμβολαίου 7
ε) με τον όρο «διανεμόμενα καθαρά κέρδη» νοούνται τα καθαρά κέρδη που πραγματοποιεί ο ανάδοχος πολλαπλασιαζόμενα μετο λόγο μεταξύ των δαπανών αξιοποιήσεως που αναφέρονται στην εκμετάλλευση και των συνολικών δαπανών αξιοποιήσεως. Εάν ο ανάδοχος αναλαμβάνει την εξόρυξη, μεταφορά πολυμεταλλικών κονδύλων και εκμετάλλευση τριών κυρίως κατειργασμένων μετάλλων, δηλαδή του κοβαλτίου, το χαλκού και του νικελίου, το ποσό των διανεμομένων καθαρών κερδών δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 25 % των καθαρών κερδών του επιχειρηματία. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου η) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης που ο ανάδοχος αναλαμβάνει την εξόρυξη, μεταφορά πολυμεταλλικών κονδύλων και εκμετάλλευση τεσσάρων κατειργασμένων μετάλλων, δηλαδή του κοβαλτίου, του χαλκού, του μαγγανίου και του νικελίου η αρχή μπορεί στους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες αυτής να καθορίζει τα ενδεικνυόμενα κατώτατα όρια τα οποία εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση κατά τον ίδιο τρόπο όπως και το κατώτατο όριο του 25 % στην περίπτωση των τριών μετάλλων 7
στ) με τον όρο «καθαρά κέρδη του αναδόχου» νοούνται τα ακαθάριστα κέρδη του αναδόχου μείον τα λειτουργικά του έξοδα και οι αποσβεσθείσες δαπάνες αξιοποίησης όπως αναφέρεται στο στοιχείο i) 7
ζ) i) εάν ο ανάδοχος αναλαμβάνει την εξόρυξη, την μεταφορά των πολυμεταλλικών κονδύλων και την επεξεργασία των μετάλλων, με τον όρο «ακαθάριστα κέρδη του αναδόχου» νοούνται τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση των κατειργασμένων μετάλλων και τα άλλα ποσά τα οποία θεωρούνται ότι λογικά προκύπτουν από επιχειρήσεις στα πλαίσια του συμβολαίου, βάσει των οικονομικών κανόνων, κανονισμών και διαδικασιών της αρχής,
ii) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις πλην εκείνων που αναφέρονται ειδικώτερα στα στοιχεία ζ) i) και η) σημείο iii) με τον όρο «ακαθάριστα κέρδη του αναδόχου» νοούνται τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση των ημικατειργασμένων μετάλλων τα οποία προέρχονται από τους μεταλλικούς κονδύλους που εξορύσσονται στη συμβατική περιοχή και τα άλλα ποσά τα οποία θεωρούνται ότι λογικά προκύπτουν από επιχειρήσεις στα πλαίσια του συμβολαίου βάσει των οικονομικών κανόνων, κανονισμών και διαδικασιών της αρχής 7
η) με τον όρο «δαπάνες αξιοποίησης του αναδόχου» νοούνται:
i) όλες οι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν πριν από την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης και συνδέονται άμεσα με την αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων της περιοχής που καλύπτει το συμβόλαιο και με τις συναφείς δραστηριότητες που αναφέρονται σε επιχειρήσεις στα πλαίσια του συμβολαίου, πλην εκείνων που καθορίζονται ειδικώτερα στο στοιχείο η), οι οποίες έγιναν σύμφωνα με τις γενικά αναγνωρισμένες αρχές λογιστικής, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων των δαπανών εξοπλισμού, αγοράς μηχανημάτων, πλοίων εγκαταστάσεων επεξεργασίας, δαπανών σχετικών με κατασκευαστικές εργασίες με αγορά οικημάτων, οικοπέδων, δαπανών σχετικών με κατασκευή δρόμων, προκαταρκτικές έρευνες και εξερεύνηση της περιοχής που καλύπτει το συμβόλαιο, έρευνα-ανάπτυξη, δαπανών για την καταβολή επιτοκίων, για αναγκαίες μισθώσεις, άδειες και δικαιώματα, και
ii) δαπάνες παρεμφερείς με εκείνες που αναφέρονται στο στοιχείο ν) σημείο i) που δημιουργούνται μετά την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης και είναι απαραίτητες για την εκτέλεση του προγράμματος εργασίας, πλην των καταλογιστέων στις λειτουργικές δαπάνες 7
θ) τα έσοδα από την εκποίηση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και η τρέχουσα τιμή του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού που δεν είναι πλέον απαραίτητος για τη διεξαγωγή επιχειρήσεων στα πλαίσια του συμβολαίου και δεν πωλήθηκε αφαιρούνται από τις δαπάνες αξιοποίησης του αναδόχου κατά τη σχετική λογιστική χρήση. Όταν τα ποσά που αφαιρούνται υπερβαίνουν τις δαπάνες αξιοποίησης, το υπερβάλλον προστίθεται στα ακαθάριστα έσοδα του αναδόχου 7
ι) οι δαπάνες αξιοποιήσης του αναδόχου που δημιουργούνται πριν την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης που αναφέρονται στο στοιχείο η) σημείο i) και στοιχείο ν) σημείο iv) αποσβένυνται σε δέκα ίσες ετήσιες δόσεις αρχής γενομένης από τις ημερομηνίες έναρξης της εμπορικής εκμετάλλευσης. Οι δαπάνες αξιοποίησης στις οποίες υπόκειται ο ανάδοχος μετά την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης οι οποίες αναφέρονται στο στοιχείο η) σημείο ii) και στοιχείο ν) σημείο iv) αποσβένυνται σε δέκα ή λιγότερες ίσες ετήσεις δόσεις ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης απόσβεση αυτών μέχρι τη λήξη του συμβολαίου 7
κ) με τον όρο «λειτουργικές δαπάνες του αναδόχου» νοούνται όλες οι δαπάνες που δημιουργούνται μετά την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης για την εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνατοτήτων της περιοχής που καλύπτει το συμβόλαιο και για συναφείς δραστηριότητες που συνδέονται με επιχειρήσεις στα πλαίσια του συμβολαίου, σύμφωνα με τις γενικά αναγνωρισμένες αρχές λογιστικής, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, του ετήσιου σταθερού τέλους ή του τέλους επί της παραγωγής, οποιοδήποτε από τα δύο είναι υψηλότερο, των δαπανών για μισθούς, αποδοχές και άλλες συναφείς παροχές, για υλικά, υπηρεσίες, μεταφορές, επεξεργασία και διάθεση των προϊόντων, των δαπανών για την καταβολή επιτοκίων, κοινωφελών υπηρεσιών, προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος, των δαπανών για γενικά έξοδα και διοικητικά έξοδα άμεσα συνδεόμενα με τις επιχειρήσεις στα πλαίσια του συμβολαίου, όπως επίσης και όλων των λειτουργικών ελλειμμάτων που μεταφέρονται στις επόμενες ή προηγούμενες χρήσεις, όπως καθορίζεται στο παρόν. Τα λειτουργικά ελλείμματα μπορούν να μεταφερθούν για δύο συνεχείς φορές στην επόμενη χρήση εξαιρέσει των δύο τελευταίων ετών του συμβολαίου. Στην περίπτωση αυτή τα ελλείμματα μπορούν να μεταφερθούν πίσω στα δύο προηγούμενα έτη 7
λ) εάν ο ανάδοχος αναλαμβάνει την εξόρυξη, τη μεταφορά των πολυμεταλλικών κονδύλων και την παραγωγή κατειργασμένων και ημικατειργασμένων μετάλλων, ως «δαπάνες αξιοποίησης αναφερόμενες στην εξόρυξη» νοούνται δαπάνες αξιοποίησης του επιχειρηματία που σχετίζονται άμεσα με την εξόρυξη των πόρων της περιοχής που καλύπτει το συμβόλαιο, σύμφωνα με τις γενικά αναγνωρισμένες αρχές της λογιστικής και τους οικονομικούς κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής, περιλαμβανομένων μεταξύ άλλων του τέλους για την υποβολή της αίτησης, του ετήσιου σταθερού τέλους και, όταν έχουν πραγματοποιηθεί, των δαπανών για προκαταρκτικές έρευνες και εξερεύνηση της περιοχής που καλύπτει το συμβόλαιο και ένα τμήμα των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη 7
μ) με τον όρο «απόδοση της επένδυσης» νοείται σε μία δεδομένη λογιστική χρήση, η σχέση μεταξύ των αποδιδομένων καθαρών εσόδων στη χρήση αυτή και των δαπανών αξιοποίησης που αναφέρονται στην εξόρυξη. Για τον υπολογισμό της σχέσης αυτής οι δαπάνες αξιοποίησης που αναφέρονται στην εξόρυξη περιλαμβάνουν τις δαπάνες για την αγορά καινούργιου ή την αντικατάσταση παλαιού εξοπλισμού για τις εξορυκτικές εργασίες μείον τις αρχικές δαπάνες του αντικαθιστώμενου εξοπλισμού 7
ν) Εάν ο ανάδοχος αναλαμβάνει μόνο εξορυκτικές δραστηριότητες ως:
i) «αποδιδόμενα καθαρά έσοδα» νοούνται το σύνολο των καθαρών εσόδων του αναδόχου,
ii) «καθαρά έσοδα του αναδόχου» νοούνται τα έσοδα όπως ορίζονται στο στοιχείο στ),
iii) «ακαθάριστα έσοδα του αναδόχου» νοούνται όλα τα ακαθάριστα έσοδα από την πώληση των πολυμεταλλικών κονδύλων και οποιαδήποτε άλλα έσοδα θεωρούνται ως προερχόμενα λογικά από επιχειρήσεις στα πλαίσια του συμβολαίου, σύμφωνα με τους οικονομικούς κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής,
iv) «δαπάνες αξιοποίησης του αναδόχου» νοούνται όλες οι δαπάνες που δημιουργούνται πριν από την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης, όπως ορίζεται στο στοιχείο η) σημείο i) και όλες οι δαπάνες που δημιουργούνται μετά την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης όπως ορίζεται στο στοιχείο η) σημείο ii) οι οποίες συνδέονται άμεσα με την εξόρυξη των πόρων της περιοχής που καλύπτει το συμβόλαιο, σύμφωνα με τις γενικά αναγνωρισμένες αρχές της λογιστικής,
v) «έξοδα λειτουργίας του αναδόχου» νοούνται τα λειτουργικά έξοδα αυτού όπως ορίζονται στο στοιχείο κ), τα οποία συνδέονται άμεσα με την εξόρυξη των πόρων της περιοχής που καλύπτει το συμβόλαιο, σύμφωνα με τις γενικά αναγνωρισμένες αρχές της λογιστικής,
vi) «απόδοση της επένδυσης» σε μία δεδομένη λογιστική χρήση νοείται η σχέση μεταξύ των καθαρών εσόδων του αναδόχου κατά την χρήση αυτή και των δαπανών αξιοποίησης του επιχειρηματία. Για τον υπολογισμό της σχέσως αυτής οι δαπάνες αξιοποίησης του αναδόχου περιλαμβάνουν τις δαπάνες για νέο ή την αντικατάσταση παλαιού εξοπλισμού, μείον τις αρχικές δαπάνες του αντικαθιστώμενου εξοπλισμού 7
ξ) η ανάληψη εκ μέρους του αναδόχου των δαπανών που αναφέρονται στην εξυπηρέτηση του επιτοκίου στα στοιχεία η), κ), λ) και ν) επιτρέπεται καθ’ ο μέτρο, η αρχή, σε όλες τις περιπτώσεις, αποδέχεται σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφο 1 του παρόντος παραρτήματος, ότι η σχέση μεταξύ του ιδίου κεφαλαίου και κεφαλαίου προερχόμενου από δανεισμό, καθώς και το ύψος του επιτοκίου είναι λογικά λαμβανομένης υπόψη της ισχύουσας εμπορικής πρακτικής 7
ο) οι δαπάνες που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή δεν περιλαμβάνουν τα ποσά που καταβάλλονται για την πληρωμή του φόρου εισοδήματος των επιχειρήσεων ή για άλλες ανάλογες επιβαρύνσεις που επιβάλλονται από τα κράτη στον επιχειρηματία για τις επιχειρήσεις του.
7. α) Ο όρος «κατειργασμένα μέταλλα», που χρησιμοποιείται στις παραγράφους 5 και 6, αναφέρεται στα μέταλλα στην πιο συνηθισμένη μορφή με την οποία συνήθως ανταλλάσσονται στις τελικές διεθνείς αγορές. Για τον σκοπό αυτό η αρχή καθορίζει στους οικονομικούς κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες αυτής τις κατάλληλες τελικές διεθνείς αγορές. Για τα μέταλλα που δεν ανταλλάσσονται σε αυτές τις αγορές ο όρος «κατειργασμένα μέταλλα» σημαίνει τα μέταλλα στην πιο συνηθισμένη μορφή με την οποία συνήθως ανταλλάσσονται στα πλαίσια συνήθων συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις αρχές της ανεξαρτήτου επιχείρησης 7
β) εάν η αρχή δεν μπορεί άλλως να καθορίσει την ποσότητα, την αναφερόμενη στις παραγράφους 5 στοιχείο β) και 6 στοιχείο β), των κατειργασμένων μετάλλων, τα οποία προέρχονται από τους πολυμεταλλικούς κονδύλους που εξορύσσονται στην περιοχή την οποία καλύπτει το συμβόλαιο, η ποσότητα αυτή καθορίζεται με βάση την περιεκτικότητα των κονδύλων σε μέταλλα, τον συντελεστή ανάκτησης και άλλους σχετικούς παράγοντες σύμφωνα με τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής και σύμφωνα με τις γενικώς αναγνωρισμένες αρχές της λογιστικής.
8. Εάν μία διεθνής τελική αγορά προβλέπει ένα κατάλληλο μηχανισμό καθορισμού τιμών για τα κατειργασμένα μέταλλα, τους πολυμεταλλικούς κονδύλους και τα ημικατειργασμένα μέταλλα που προέρχονται από τους κονδύλους η αρχή χρησιμοποιεί τη μέση τιμή που ισχύει στην αγορά αυτή. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις η αρχή, μετά από διαβουλεύσεις με τον επιχειρηματία καθορίζει μία δίκαιη τιμή για τα προϊόντα αυτά σύμφωνα με την παράγραφο 9.
9. α) Όλες οι επιβαρύνσεις, οι δαπάνες και τα έσοδα, καθώς και οι τιμές και οι αξίες που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, απορρέουν από συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς, ή της ανεξάρτητης επιχείρησης. Εάν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση, τα παραπάνω καθορίζονται από την αρχή, μετά από διαβουλεύσεις με τον επιχειρηματία, ως εάν να επρόκειτο για συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης αγοράς ή της ανεξάρτητης επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη αναλόγων συναλλαγών που λαμβάνουν χώρα σε άλλες αγορές 7
β) για την εξασφάλιση του σεβασμού και της εφαρμογής των διατάξεων της παρούσας παραγράφου, η αρχή καθοδηγείται από τις αρχές που υιοθετήθηκαν και από την ερμηνεία που δόθηκε στις συναλλαγές που λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τις αρχές της ανεξάρτητης επιχείρησης από την επιτροπή των πολυεθνικών εταιρειών των Ηνωμένων Εθνών και την ομάδα εμπειρογνωμόνων των συμβάσεων φορολογίας μεταξύ αναπτυσσομένων και ανεπτυγμένων κρατών και άλλων διεθνών οργανισμών και καθορίζει στους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες αυτής ενιαίους και διεθνείς αποδεκτούς κανόνες και διαδικασίες λογιστικής καθώς και μεθόδους επιλογής από τον επιχειρηματία αναγνωρισμένων ανεξαρτήτων λογιστών αποδεκτών από την αρχή για τον σκοπό της διενεργείας λογιστικού ελέγχου, σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες.
10. Ο ανάδοχος θέτει στη διάθεση των λογιστών, σύμφωνα με τους οικονομικούς κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής τα οικονομικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για να κρίνουν εάν έγιναν σεβαστές οι διατάξεις του παρόντος άρθρου.
11. Όλες οι επιβαρύνσεις, οι δαπάνες και τα έσοδα και όλες οι τιμές και αξίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές αρχές της λογιστικής και τους οικονομικούς κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής.
12. Τα ποσά που καταβάλλονται στην αρχή κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 5 και 6 καταβάλλονται σε ελευθέρως χρησιμοποιούμενα νομίσματα ή σε νομίσματα που είναι ελευθέρως διαθέσιμα και κατ’ εξοχήν χρησιμοποιούμενα στις κυριώτερες ξένες αγορές συναλλάγματος ή κατ’ επιλογήν του επιχειρηματία σε κατειργασμένα μέταλλα αντιστοίχου ποσότητας, η οποία υπολογίζεται επί τη βάσει της τρέχουσα τιμής.
Η τρέχουσα τιμή καθορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 5 στοιχείο β).
Τα ελευθέρως χρησιμοποιούμενα νομίσματα και τα ελευθέρως διαθέσιμα και κατεξοχήν χρησιμοποιούμενα στις κυριώτερες ξένες αγορές συναλλάγματος νομίσματα, καθορίζονται στους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής σύμφωνα με την επικρατούσα διεθνή νομισματική πρακτική.
13. Όλες οι οικονομικές υποχρεώσεις του επιχειρηματία προς την αρχή, καθώς και όλα τα τέλη, επιβαρύνσεις, δαπάνες και έσοδα που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, αναπροσαρμόζονται δεδομένου ότι είναι εκφρασμένες σε σταθερές τιμές έναντι ενός έτους αναφοράς.
14. Η αρχή, λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις της επιτροπής οικονομικού προγραμματισμού και της νομικής και τεχνικής Επιτροπής μπορεί να υιοθετήσει κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες που προβλέπουν τη χορήγηση κινήτρων στους επιχειρηματίες επί ομοιόμορφης και άνευ διακρίσεων βάσης, για την προώθηση των στόχων που εξαγγέλονται στην παράγραφο 1.
15. Στην περίπτωση που αναφύεται διαφορά μεταξύ της αρχής και ενός επιχειρηματία, σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή των οικονομικών όρων του συμβολαίου, μπορεί το ένα ή το άλλο μέρος να υποβάλει τη διαφορά σε υποχρεωτική εμπορική διαιτησία, εκτός εάν και τα δύο μέρη συμφωνήσουν να επιλύσουν τη διαφορά με άλλα μέσα, σύμφωνα με το άρθρο 188 παράγραφος 2.
Άρθρο 14 Μεταβίβαση στοιχείων
1. Ο ανάδοχος μεταβιβάζει στην αρχή, σύμφωνα με τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες αυτής και τους όρους και προϋποθέσεις του προγράμματος εργασίας, σε χρονικά διαστήματα καθοριζόμενα από την αρχή, όλα τα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα και σημαντικά για την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων των κυρίων οργάνων της αρχής σε ό,τι αφορά την περιοχή την οποία καλύπτει το συμβόλαιο.
2. Τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία που αναφέρονται στην περιοχή που καλύπτει το πρόγραμμα εργασίας, θεωρούμενα βιομηχανική ιδιοκτησία, μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου. Τα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα για την επεξεργασία από την αρχή των κανόνων, κανονισμών και διαδικασιών που αναφέρονται στην προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και στην ασφάλεια, πλην εκείνων που αναφέρονται στα σχέδια του εξοπλισμού, δεν θεωρούνται βιομηχανική ιδιοκτησία.
3. Η αρχή δεν μεταβιβάζει στην επιχείρηση, ή σε οποιονδήποτε άλλο ξένο προς την αρχή τα στοιχεία τα οποία της γνωστοποιήθηκαν από τους ερευνητές, τους υποψηφίους ή τους επιχειρηματίες και τα οποία θεωρούνται βιομηχανική ιδιοκτησία. Τα στοιχεία όμως που αναφέρονται στις παρακρατούμενες περιοχές μπορούν να μεταβιβασθούν στην επιχείρηση. Τα στοιχεία αυτά μεταβιβαζόμενα από τα πρόσωπα αυτά στην επιχείρηση δεν αποκαλύπτονται από αυτήν στην αρχή, ή σε οποιονδήποτε άλλο ξένο προς την αρχή.
Άρθρο 15 Εκπαιδευτικά προγράμματα
Ο επιχειρηματίας καταρτίζει πρακτικά προγράμματα για την εκπαίδευση του προσωπικού της αρχής και των αναπτυσσομένων κρατών, τα οποία προβλέπουν τη συμμετοχή του προσωπικού αυτού σε όλες τις δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή και αποτελούν αντικείμενο του συμβολαίου, σύμφωνα με το άρθρο 144 παράγραφος 2.
Άρθρο 16 Αποκλειστικό δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης
Η αρχή, κατ’ εφαρμογή του μέρους XI και των κανόνων, κανονισμών και διαδικασιών αυτής, χορηγεί στον επιχειρηματία αποκλειστικό δικαίωμα εξερεύνησης και εκμετάλλευσης μίας καθορισμένης κατηγορίας πόρων στην περιοχή που καλύπτει το συμβόλαιο και επαγρυπνεί ώστε καμμία άλλη οντότητα να μην ασκεί δραστηριότητες στην ίδια περιοχή για άλλη κατηγορία φυσικών πόρων κατά τρόπο που να παρακωλύει τις δραστηριότητες του επιχειρηματία. Ο επιχειρηματίας έχει την εγγύηση του δικαιώματος εξερεύνησης και εκμετάλλευσης σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 6.
Άρθρο 17 Κανόνες, κανονισμοί και διαδικασίες της αρχής
1. Η αρχή υιοθετεί και εφαρμόζει, ομοιόμορφα, κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες σύμφωνα με το άρθρο 160 παράγραφος 2 στοιχείο στ) σημείο ii) και το άρθρο 162 παράγραφος 2 σημείο ii) για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της όπως διατυπώνονται στο μέρος XI και, μεταξύ άλλων, για τα ακόλουθα θέματα:
α) Διοικητικές διαδικασίες σχετικά με τις προκαταρκτικές έρευνες την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση της περιοχής 7
β) Επιχειρήσεις 7
i) έκταση της περιοχής,
ii) διάρκεια των επιχειρήσεων,
iii) κανόνες επίδοσης περιλαμβανομένης και της διαβεβαίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφο 6 στοιχείο γ), του παρόντος παραρτήματος,
iv) κατηγορίες των πόρων,
v) παραίτηση από περιοχές,
vi) εκθέσεις προόδου των εργασιών,
vii) μεταβίβαση στοιχείων,
viii) επιθεώρηση και επίβλεψη των επιχειρήσεων,
ix) λήψη μέτρων για τη μη παρακώλυση άλλων δραστηριοτήτων στο θαλάσσιο περιβάλλον,
x) μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκ μέρους του επιχειρηματία,
xi) διαδικασίες για τη μεταφορά τεχνολογίας στα αναπτυσσόμενα κράτη σύμφωνα με το άρθρο 144, και για την άμεση συμμετοχή αυτών,
xii) κανόνες και πρακτικές για την εξόρυξη περιλαμβανομένων και εκείνων που έχουν σχέση με την ασφάλεια των επιχειρήσεων, τη διατήρηση των πόρων και την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος,
xiii) ορισμός της εμπορικής εκμετάλλευσης,
xiv) καθορισμός προσόντων των υποψηφίων 7
γ) οικονομικά θέματα 7
i) επεξεργασία ενιαίων και άνευ διακρίσεων κανόνων κοστολογήσεως και λογιστικής και τον τρόπο επιλογής των ορκωτών λογιστών,
ii) κατανομή των εσόδων που προέρχονται από τις επιχειρήσεις,
iii) κίνητρα αναφερόμενα στο άρθρο 13 του παρόντος παραρτήματος 7
δ) εφαρμογή αποφάσεων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 151 παράγραφος 10 και το άρθρο 164 παράγραφος 2 στοιχείο δ).
2. Οι κανόνες, κανονισμοί και διαδικασίες στα ακόλουθα θέματα πρέπει να ικανοποιούν τα αντικειμενικά κριτήρια που ορίζονται πιο κάτω:
α) έκταση των περιοχών:
η αρχή καθορίζει την κατάλληλη έκταση των περιοχών για εξερεύνηση, η οποία μπορεί να φθάνει μέχρι του διπλασίου των περιοχών για εκμετάλλευση, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εντατική εξερεύνηση. Η έκταση της περιοχής υπολογίζεται κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 8 του παρόντος παραρτήματος σχετικά με την παρακράτηση περιοχών, καθώς επίσης και στις απαιτήσεις που προβλέπονται σχετικά με την παραγωγή, σύμφωνα με το άρθρο 151 και τους όρους του συμβολαίου, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων τεχνικών μεθόδων για την μεταλλευτική εκμετάλλευση των θαλασσίων βυθών και τα σχετικά φυσικά χαρακτηριστικά των περιοχών. Οι περιοχές δεν θα είναι ούτε μικρότερες ούτε μεταλύτερες από όσο είναι απαραίτητο για την ικανοποίηση αυτού του κριτηρίου 7
β) διάρκεια των επιχειρήσεων:
i) οι προκαταρτικές έρευνες δεν υπόκεινται σε χρονικό περιορισμό,
ii) η χρονική διάρκεια της εξερεύνησης πρέπει να είναι επαρκής ώστε να επιτρέπει την πλήρη τοπογράφηση της συγκεκριμένης περιοχής, τον σχεδιασμό και την κατασκευή του εξορυκτικού εξοπλισμού για την περιοχή και το σχεδιασμό και την κατασκευή μικρών και μεσαίων συγκροτημάτων επεξεργασίας μετάλλων για τον σκοπό της δοκιμής των μεθόδων εξόρυξης και επεξεργασίας,
iii) η χρονική διάρκεια της εκμετάλλευσης πρέπει να συνδέεται με την οικονομική ζωή του μεταλλευτικού σχεδίου, λαμβανομένων υπόψη ορισμένων παραγόντων όπως, η εξάντληση του κοιτάσματος, η διάρκεια ζωής του εξορυκτικού εξοπλισμού και των εγκαταστάσεων επεξεργασίας και η εμπορική βιωσιμότης. Η χρονική διάρκεια της εκμετάλλευσης πρέπει να είναι επαρκής ώστε να επιτρέπει την εμπορική εξόρυξη των ορυκτών της περιοχής και πρέπει να περιλαμβάνει ένα λογικό χρονικό διάστημα για την κατασκευή εγκαταστάσεων για την εξόρυξη και την επεξεργασία σε εμπορική κλίμακα, κατά το οποίο δεν θα πρέπει να απαιτείται εμπορική εκμετάλλευση. Η συνολική χρονική διάρκεια της εκμετάλλευσης, εν τούτοις, πρέπει να είναι αρκετά σύντομη ούτως ώστε να δύναται η αρχή να τροποποιεί τους όρους και τις προϋποθέσεις του προγράμματος εργασίας κατά τον χρόνο που εξετάζει την ανανέωσή του, σύμφωνα με τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες τους οποίους υιοθέτησε μετά την αποδοχή του προγράμματος εργασίας 7
γ) η αρχή αξιώνει όπως ο επιχειρηματίας κάνει περιοδικά δαπάνες κατά τη φάση της εξερεύνησης σε λογική αντιστοιχία με την έκταση της περιοχής που καλύπτει το πρόγραμμα εργασίας, ως και δαπάνες τις οποίες θα περίμενε κανείς από ένα καλόπιστο επιχειρηματία, ο οποίος σκοπεύει να εκμεταλλευθεί εμπορικά την περιοχή εντός των χρονικών ορίων που όρισε η αρχή. Οι δαπάνες που κρίνονται απαραίτητες δεν πρέπει να καθορίζονται σε ύψος που να αποθαρρύνουν τους μελλοντικούς επιχειρηματίες να χρησιμοποιούν τεχνικές μεθόδους ολιγότερο δαπανηρές από αυτές που χρησιμοποιούνται ευρέως. Η αρχή καθορίζει ένα ανώτατο χρονικό όριο, για την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης το οποίο αρχίζει να τρέχει μετά την ολοκλήρωση της εξερευνητικής φάσης και την έναρξη των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης. Για τον καθορισμό του χρονικού αυτού ορίου η αρχή πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι η κατασκευή μεγάλης κλίμακας εγκαταστάσεων για την εξόρυξη και την επεξεργασία δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν την ολοκλήρωση της εξερευνητικής φάσης και την έναρξη της φάσης εκμετάλλευσης. Κατά συνέπεια, το χρονικό όριο για την έναρξη της εμπορικής εκμετάλλευσης μιας περιοχής πρέπει να ορίζεται κατά τρόπο που να λαμβάνεται υπόψη ο απαραίτητος χρόνος για την κατασκευή αυτών των εγκαταστάσεων μετά τη φάση εξερεύνησης καθώς και λογικά χρονικά περιθώρια για τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις στις εργασίες κατασκευής.
Άπαξ και αρχίσει η εμπορική εκμετάλλευση, η αρχή, εντός λογικών ορίων και λαμβάνουσα υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, ζητά από τον επιχειρηματία να συνεχίσει την εμπορική εκμετάλλευση καθόλη τη διάρκεια του προγράμματος εργασίας 7
δ) κατηγορίες των πόρων:
Καθορίζοντας τις κατηγορίες των πόρων για τις οποίες μπορούν να γίνουν αποδεκτά προγράμματα εργασίας η αρχή δίνει έμφαση, μεταξύ άλλων, στα ακόλουθα στοιχεία:
i) στο γεγονός ότι για διαφορετικούς πόρους χρησιμοποιούνται παρόμοιες μέθοδοι εξόρυξης,
ii) στο γεγονός ότι διαφορετικοί πόροι μπορούν να αξιοποιηθούν ταυτόχρονα από πολλούς επιχειρηματίες στην ίδια περιοχή, χωρίς να παρακωλύονται υπερβολικά οι εργασίες μεταξύ των επιχειρηματιών. Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει την αρχή να εγκρίνει ένα πρόγραμμα εργασίας στον ίδιο υποψήφιο για την αξιοποίηση διαφόρων κατηγοριών πόρων στην ίδια περιοχή 7
ε) παραίτηση από περιοχές:
ο ανάδοχος έχει το δικαίωμα να παραιτηθεί, οποτεδήποτε, από το σύνολο ή μέρος των δικαιωμάτων του στην περιοχή την οποία καλύπτει το πρόγραμμα εργασίας.
στ) προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος:
καθιερώνονται κανόνες, κανονισμοί και διαδικασίες για την αποτελεσματική προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από επιβλαβείς συνέπειες που απορρέουν άμεσα από δραστηριότητες στην περιοχή ή από την επεξεργασία των μετάλλων που γίνεται επί του πλοίου ακριβώς επάνω από τη μεταλλευτική τοποθεσία από την οποία εξορύσσονται, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους κατά το οποίο οι επιβλαβείς αυτές συνέπειες μπορούν να απορρέουν από γεωτρήσεις, βυθοκορήσεις, αποσπάσεις και εξορύξεις και από εκφορτώσεις, απορρίψεις και εκβολές, στο θαλάσσιο περιβάλλον, ιζημάτων, αποβλήτων ή άλλων εκροών.
ζ) εμπορική εκμετάλλευση:
η εμπορική εκμετάλλευση θεωρείται ότι άρχισε όταν ένας ανάδοχος αναλαμβάνει σειρά εργασιών εξόρυξης σε μεγάλη κλίμακα, οι οποίες αποδίδουν επαρκή ποσότητα υλών που αποδεικνύουν σαφώς ότι ο κύριος στόχος είναι η παραγωγή σε ευρεία κλίμακα και όχι η παραγωγή προς το σκοπό της συλλογής πληροφοριών, της διενέργειας αναλύσεων και της δοκιμής του εξοπλισμού ή των εγκαταστάσεων.
Άρθρο 18 Κυρώσεις
1. Τα δικαιώματα του αναδόχου μπορούν να ανασταλούν ή να παύσουν μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) εάν, παρά τις προειδοποιήσεις της αρχής, ο ανάδοχος διεξάγει τις δραστηριότητές του κατά τρόπο που να παραβιάζει σοβαρώς, συνεχώς και σκοπίμως τους όρους του συμβολαίου, τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής και το μέρος XI, ή
β) εάν ο ανάδοχος δεν συμμορφώνεται προς την τελική υποχρεωτική απόφαση που εξέδωσε γι’ αυτόν το όργανο επίλυσης των διαφορών.
2. Στην περίπτωση παραβιάσεων του συμβολαίου άλλων από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) η αρχή μπορεί, αντί της αναστολής ή του τερματισμού των δικαιωμάτων κατά την παράγραφο 1 στοιχείο α), να επιβάλει στον επιχειρηματία χρηματικές, κυρώσεις ανάλογες προς τη σοβαρότητα της παραβίασης.
3. Πλην της έκδοσης διαταγών σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, σύμφωνα με το άρθρο 162 παράγραφος 2 στοιχείο ο), η αρχή δεν μπορεί να εκτελέσει μία απόφαση που προβλέπει χρηματικές ποινές ή αναστολή ή ακύρωση του συμβολαίου καθ’ ό χρόνο ο επιχειρηματίας δεν είχε λογικά τη δυνατότητα να εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα τα οποία διαθέτει σύμφωνα με το τμήμα 5 του μέρους XI.
Άρθρο 19 Αναθεώρηση του συμβολαίου
1. Όταν έχουν δημιουργηθεί ή είναι δυνατόν τα δημιουργηθούν συνθήκες οι οποίες, κατά την άποψη του ενός ή του άλλου μέρους, μπορούν να καταστήσουν το συμβόλαιο άδικο ή ανεφάρμοστο, ή καθιστούν αδύνατη την πραγματοποίηση των στόχων αυτού ή του μέρους XI, τα μέρη αρχίζουν διαπραγματεύσεις για να αναθεωρήσουν αυτό, αναλόγως.
2. Τα συμβόλαια που συνάπτονται σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 3, μπορούν να αναθεωρηθούν μόνον με τη συγκατάθεση των μερών.
Άρθρο 20 Μεταβίβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ένα συμβόλαιο μπορούν να μεταβιβασθούν μόνο με τη συγκατάθεση της αρχής και σύμφωνα με τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες αυτής. Η αρχή δεν αρνείται χωρίς λόγο τη συγκατάθεσή της για τη μεταβίβαση εάν ο προτεινόμενος ανάδοχος είναι καθ’ όλα υποψήφιος με προσόντα και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος και εάν η μεταβίβαση σ’ αυτόν δεν αναφέρεται σε πρόγραμμα εργασίας του οποίου απαγορεύεται η αποδοχή κατά το άρθρο 6 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του παρόντος παραρτήματος.
Άρθρο 21 Εφαρμοστέο δίκαιο
1. Το συμβόλαιο διέπεται από τους όρους του συμβολαίου, τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής, το μέρος XI και τους άλλους κανόνες του διεθνούς δικαίου που δεν αντίκεινται στη σύμβαση.
2. Οι τελικές αποφάσεις των δικαστηρίων που έχουν δικαιοδοσία κατά τη σύμβαση αυτή να κρίνουν για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αρχής και του αναδόχου είναι εκτελεστές στο έδαφος κάθε κράτους μέρους.
3. Κανένα κράτος μέρος δεν μπορεί να επιβάλει στον επιχειρηματία όρους που αντίκεινται στο μέρος XI. Εν τούτοις η εφαρμογή από ένα κράτος μέρος, έναντι αναδόχων για τους οποίους είναι εγγυητής ή έναντι πλοίων που υψώνουν τη σημαία του, νόμων και κανονισμών σχετικών με το περιβάλλον, περισσότερο αυστηρών από τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής που υιοθετήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 στοιχείο στ) του παρόντος παραρτήματος, δεν θεωρείται ως αντικείμενη στο μέρος XI.
Άρθρο 22 Ευθύνη
Ο ανάδοχος έχει ευθύνη ή χρηματική υποχρέωση για οποιαδήποτε ζημία προκαλείται από παράνομες ενέργειες κατά τη διενέργεια των επιχειρήσεών του, λαμβανομένης υπόψη και της ευθύνης που αποδίδεται στην αρχή για πράξεις ή παραλείψεις της. Η αρχή έχει ομοίως την ευθύνη ή χρηματική υποχρέωση για οποιαδήποτε ζημία προκαλείται από παράνομες ενέργειες κατά την εκτέλεση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της, περιλαμβανομένων και των παραβιάσεων του άρθρου 168 παράγραφος 2, λαμβανομένης υπόψη της ευθύνης που αποδίδεται στον επιχειρηματία για πράξεις ή παραλείψεις του. Σε όλες τις περιπτώσεις η χρηματική υποχρέωση πρέπει να αντιστοιχεί στην πραγματική αξία της ζημίας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV
ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Άρθρο 1 Σκοποί
1. Η επιχείρηση είναι το όργανο της αρχής που διεξάγει απευθείας δραστηριότητες στην περιοχή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 153 παράγραφος 2 στοιχείο α), καθώς και τη μεταφορά, επεξεργασία και διάθεση των ορυκτών που λαμβάνονται από την περιοχή.
2. Για την πραγματοποίηση των σκοπών της και την άσκηση των καθηκόντων της, η επιχείρηση ενεργεί σύμφωνα με την σύμβαση και τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής.
3. Για την αξιοποίηση των πόρων της περιοχής κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 1, η επιχείρηση, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της συμβάσεως, διεξάγει τις επιχειρήσεις της σύμφωνα με υγιείς εμπορικές αρχές.
Άρθρο 2 Σχέσεις με την αρχή
1. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 170, η επιχείρηση ενεργεί σύμφωνα με την γενική πολιτική, την οποία καθορίζει η συνέλευση και με τις οδηγίες του συμβουλίου.
2. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, η επιχείρηση ενεργεί με αυτονομία, κατά την διεξαγωγή των επιχειρήσεών της.
3. Καμία διάταξη της συμβάσεως δεν καθιστά υπεύθυνη την επιχείρηση για τις πράξεις ή τις υποχρεώσεις της αρχής, και την αρχή για τις πράξεις ή τις υποχρεώσεις της επιχειρήσεως.
Άρθρο 3 Περιορισμός της ευθύνης
Χωρίς να παραβλάπτονται οι διατάξεις του άρθρου 11 παράγραφος 3 του παρόντος παραρτήματος τα μέλη της αρχής δεν ευθύνονται για τις πράξεις ή τις υποχρεώσεις της επιχειρήσεως εκ μόνου του λόγου ότι έχουν την ιδιότητα τού μέλους.
Άρθρο 4 Δομή
Η επιχείρηση διαθέτει διοικητικό συμβούλιο, γενικό διευθυντή και το προσωπικό που είναι απαραίτητο για την άσκηση των λειτουργιών της.
Άρθρο 5 Το διοικητικό συμβούλιο
1. Το διοικητικό συμβούλιο αποτελείται από 15 μέλη, τα οποία εκλέγονται από την συνέλευση, σύμφωνα με το άρθρο 160 παράγραφος 2 στοιχείο γ). Κατά την εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αρχή της δίκαιης γεωγραφικής κατανομής. Προτείνοντας υποψηφιότητες στο συμβούλιο, τα μέλη της αρχής λαμβάνουν υπόψη τους την ανάγκη υποδείξεως υποψηφίων που διαθέτουν τις περισσότερες ικανότητες και τα απαιτούμενα προσόντα στους σχετικούς τομείς, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η επιτυχία της επιχειρήσεως.
2. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται για τέσσερα χρόνια και μπορούν να επανεκλεγούν. Κατά την επανεκλογή, λαμβάνεται δεόντως υπόψη η αρχή της εναλλαγής των μελών.
3. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ασκούν τα καθήκοντά τους μέχρι της εκλογής των διαδόχων τους. Εάν η θέση ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου χηρεύσει, η συνέλευση, σύμφωνα με το άρθρο 160 παράγραφος 2 στοιχείο γ), εκλέγει νέο μέλος για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του προκατόχου του.
4. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ενεργούν προσωπικά. Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από κυβερνήσεις ή άλλες πηγές. Τα μέλη της αρχής σέβονται την ανεξαρτησία των μελών του διοικητικού συμβουλίου και απέχουν κάθε προσπαθείας επηρεασμού αυτών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.
5. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου αμοίβεται για τις υπηρεσίες του από τους πόρους της επιχείρησης. Το ύψος της αμοιβής αυτής καθορίζεται από τη συνέλευση μετά από εισήγηση του συμβουλίου.
6. Το διοικητικό συμβούλιο ασκεί συνήθως τα καθήκοντά του στην έδρα της επιχείρησης και συνέρχεται οσάκις το απαιτούν οι εργασίες της επιχείρησης.
7. Απαρτία υπάρχει με την παρουσία των 2/3 των μελών του διοικητικού συμβουλίου.
8. Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου έχει μία ψήφο. Οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου σε όλα τα θέματα για τα οποία καλείται ν’ αποφασίσει, λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών του. Εάν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων για ένα μέλος επί ενός θέματος, το οποίο συζητείται στο συμβούλιο, το μέλος αυτό απέχει της ψηφοφορίας στο θέμα αυτό.
9. Οποιοδήποτε μέλος της αρχής μπορεί να ζητήσει από το διοικητικό συμβούλιο πληροφορίες για τις επιχειρήσεις της αρχής που το αφορούν ειδικά. Το διοικητικό συμβούλιο θα προσπαθήσει να του δώσει τις πληροφορίες αυτές.
Άρθρο 6 Εξουσίες και καθήκοντα του διοικητικού συμβουλίου
Το διοικητικό συμβούλιο διευθύνει την επιχείρηση υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της παρούσας σύμβασης. Το διοικητικό συμβούλιο ασκεί τις εξουσίες οι οποίες είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση των σκοπών της επιχείρησης, καθώς επίσης και τις εξουσίες:
α) να εκλέγει πρόεδρο μεταξύ των μελών του 7
β) να υιοθετεί τον κανονισμό του 7
γ) να επεξεργάζεται και να υποβάλει στο συμβούλιο επίσημα γραπτά προγράμματα εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 3 και το άρθρο 162 παράγραφος 2, στοιχείο i) 7
δ) να παρουσιάζει προγράμματα εργασίας και προγράμματα για την διεξαγωγή των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 170 7
ε) να συντάσσει και να υποβάλει στο συμβούλιο αιτήσεις για τη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 151 παράγραφος 2 έως 7 7
στ) να εγκρίνει τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την απόκτηση τεχνικών μεθόδων, ειδικότερα εκείνων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφος 3 στοιχεία α), γ) και δ) του παραρτήματος III και να αποδέχεται τα αποτελέσματα αυτών των διαπραγματεύσεων 7
ζ) να καθορίζει όρους και προϋποθέσεις και να επιτρέπει τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την ίδρυση μεικτών επιχειρήσεων και άλλων μορφών κοινών διευθετήσεων που αναφέρονται στα άρθρα 9 και 11 του παραρτήματος III και να αποδέχεται τα αποτελέσματα αυτών των διαπραγματεύσεων 7
η) να εισηγείται στην συνέλευση το ύψος του ποσού που θα πρέπει να παρακρατείται από το καθαρό εισόδημα της επιχείρησης για τη δημιουργία αποθεματικού σύμφωνα με το άρθρο 160 παράγραφος 2 στοιχείο στ) και το άρθρο 10 αυτού του παραρτήματος 7
θ) να εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της επιχείρησης 7
ι) να επιτρέπει την αγορά αγαθών και τη χρησιμοποίηση υπηρεσιών σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 3 του παρόντος πρωτοκόλλου 7
κ) να υποβάλει ετήσια έκθεση στο συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 9 του παρόντος πρωτοκόλλου 7
λ) να υποβάλλει στο συμβούλιο για να εγκριθούν από τη συνέλευση, σχέδια κανόνων για την οργάνωση, τη διοίκηση την πρόσληψη και την απόλυση του προσωπικού της επιχείρησης, και να υιοθετεί κανονισμούς για την ενεργοποίηση των κανόνων αυτών 7
μ) να συνάπτει δάνεια και να δίνει εγγυήσεις και άλλες ασφάλειες, τις οποίες καθορίζει σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2 του παρόντος πρωτοκόλλου 7
ν) να προσφεύγει στη δικαιοσύνη, να συνάπτει συμφωνίες, να προβαίνει σε συναλλαγές και να λαμβάνει οποιαδήποτε άλλα μέτρα, σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος πρωτοκόλλου 7
ξ) να μεταβιβάζει, υπό την επιφύλαξη της εγκρίσεως από το συμβούλιο, στον γενικό διευθυντή, και στις επιτροπές του οποιαδήποτε μη διακριτική εξουσία.
Άρθρο 7 Ο γενικός διευθυντής και το προσωπικό της επιχείρησης
1. Η συνέλευση εκλέγει, μετά από εισήγηση του συμβουλίου, τον γενικό διευθυντή της επιχείρησης μεταξύ των υποψηφίων του προτείνει το διοικητικό συμβούλιο.
Ο γενικός διευθυντής δεν πρέπει να είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Η θητεία του γενικού διευθυντή είναι χρονικά ορισμένη και δεν ξεπερνά τα πέντε έτη 7 ο γενικός δειυθυντής μπορεί να επανεκλεγεί και για άλλες θητείες.
2. Ο γενικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος της επιχείρησης και ο ανώτερος εκτελεστικός υπάλληλος αυτής 7 είναι απευθείας υπεύθυνος στο διοικητικό συμβούλιο για την πορεία των εργασιών της επιχείρησης. Ο γενικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την οργάνωση, τη διοίκηση, την πρόσληψη, και την απόλυση του προσωπικού της επιχείρησης, σύμφωνα με τους κανόνες και κανονισμούς που αναφέρονται στο άρθρο 6 στοιχείο β) του παρόντος πρωτοκόλλου. Συμμετέχει στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου. Μπορεί να συμμετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, στις συνεδριάσεις της συνέλευσης και του συμβουλίου όταν τα όργανα αυτά εξετάζουν θέματα που ενδιαφέρουν την επιχείρηση.
3. Κατά την πρόσληψη και τον καθορισμό των όρων απασχόλησης του προσωπικού λαμβάνεται κατά κύριο λόγο υπόψη η ανάγκη εξασφάλισης, για την επιχείρηση, των υπηρεσιών προσώπων που διαθέτουν τα περισσότερα προσόντα αποδοτικότητας και επαγγελματικής κατάρτισης. Με την επιφύλαξη αυτή, δίνεται η δέουσα σημασία στην επιλογή του προσωπικού, επί δίκαιης γεωγραφικής βάσεως.
4. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ο γενικός διευθυντής και το προσωπικό δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από κυβερνήσεις ή άλλη πηγή ξένη προς την επιχείρηση. Απέχουν από κάθε ενέργεια η οποία επιδρά δυσμενώς στην ιδιότητά τους ως διεθνών υπαλλήλων της επιχείρησης, υπευθύνων μόνον έναντι αυτής.
Κάθε κράτος μέρος αναλαμβάνει την υποχρέωση να σέβεται τον αποκλειστικά διεθνή χαρακτήρα των καθηκόντων του γενικού διευθυντή και του προσωπικού και δεν επιζητεί να τους επηρεάσει κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
5. Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 168 παράγραφος 2 ισχύουν επίσης και για το προσωπικό της επιχείρησης.
Άρθρο 8 Εγκατάσταση
Η επιχείρηση έχει το κεντρικό γραφείο της στην έδρα της αρχής. Η επιχείρηση μπορεί να εγκαθιστά άλλα γραφεία και εγκαταστάσεις στο έδαφος οποιουδήποτε κράτους μέρους με την συγκατάθεση αυτού.
Άρθρο 9 Εκθέσεις και οικονομικές καταστάσεις
1. Η επιχείρηση, όχι αργότερα των τριών μηνών από του τέλους κάθε οικονομικού έτους, υποβάλλει στο συμβούλιο για εξέταση ετήσια έκθεση η οποία περιλαμβάνει μια ηλεγμένη από ορκωτούς λογιστές κατάσταση των λογαριασμών της και κοινοποιεί σ’ αυτό, σε κατάλληλα διαστήματα, μια συνοπτική κατάσταση της οικονομικής της θέσης και μια κατάσταση κερδών και ζημιών η οποία εμφανίζει τα αποτελέσματα των επιχειρήσεών της.
2. Η επιχείρηση δημοσιεύει την ετήσια έκθεσή της και οποιαδήποτε άλλη έκθεση κρίνει απαραίτητη.
3. Όλες οι εκθέσεις και οι οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο κοινοποιούνται στα μέλη της αρχής.
Άρθρο 10 Κατανομή του καθαρού εισοδήματος
Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3 η επιχείρηση καταβάλλει στην αρχή ποσά που προβλέπονται στο άρθρο 13 του παραρτήματος III ή το ισοδύναμο αυτών.
2. Η συνέλευση μετά από εισήγηση του διοικητικού συμβουλίου καθορίζει το ποσοστό από το καθαρό εισόδημα της επιχείρησης που θα κρατηθεί για τη δημιουργία αποθεματικού. Το υπόλοιπο μεταφέρεται στην αρχή.
3. Κατά την αρχική περίοδο, η οποία χρειάζεται για να γίνει η επιχείρηση αυτάρκης, η οποία δεν ξεπερνά τα δέυα έτη από της ενάρξεως εκ μέρους της της εμπορικής εκμετάλλευσης, η συνέλευση απαλλάσσει την επιχείρηση από τις πληρωμές που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και αφήνει το σύνολο του καθαρού εισοδήματος της επιχειρήσεως στο αποθεματικό αυτής.
Άρθρο 11 Οικονομική κατάσταση
1. Οι χρηματικοί πόροι της επιχειρήσεως περιλαμβάνουν:
α) τα ποσά που έλαβε από την αρχή σύμφωνα με το άρθρο 173 παράγραφος 2 στοιχείο β).
β) τις εθελοντικές εισφορές που έκαναν τα κράτη μέρη για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της επιχειρήσεως.
γ) τα ποσά που δανείστηκε η επιχείρηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 και 3.
δ) το εισόδημα της επιχείρησης, από τις επιχειρήσεις της.
ε) άλλους χρηματικούς πόρους που τίθενται στη διάθεση της επιχείρησης για να της επιτρέψουν να αρχίσει όσο το δυνατόν συντομότερα τις επιχειρήσεις και να ασκήσει τις λειτουργίες της.
2. α) Η επιχείρηση έχει ήδη τη δυνατότητα να συνάπτει δάνεια και να παρέχει τις εγγυήσεις ή άλλες ασφάλειες τις οποίες μπορεί να καθορίζει. Προτού προβεί σε δημόσια πώληση των ομολογιών της, στις χρηματοδοτικές αγορές, ή στο νόμισμα ενός κράτους μέρους η επιχείρηση λαμβάνει τη συγκατάθεση του κράτους αυτού. Το συμβούλιο υιοθετεί το συνολικό ποσό των δανείων μετά από εισήγηση του διοικητικού συμβουλίου 7
β) τα κράτη μέρη υποστηρίζουν όσον είναι δυνατόν τις αιτήσεις δανείων της επιχείρησης στις χρηματοδοτικές αγορές και στα διεθνή χρηματοδοτικά ιδρύματα.
3. α) Στην επιχείρηση χορηγούνται οι χρηματικοί πόροι που της είναι απαραίτητοι για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση, μιας μεταλ/κής περιοχής για τη μεταφορά, την επεξεργασία και τη διάθεση των ορυκτών που εξορύσσονται από αυτήν ως και του νικελίου, χαλκού, κοβαλτίου και μαγγανίου που λαμβάνονται από τα ορυκτά αυτά και για την αντιμετώπιση των αρχικών διοικητικών δαπανών. Το ύψος των ανωτέρω χρηματικών πόρων καθώς και τα κριτήρια και οι συντελεστές που λαμβάνονται υπόψη για την αναπροσαρμογή τους υποδεικνύονται από την προπαρασκευαστική επιτροπή στο σχέδιο κανόνων, κανονισμών και διαδικασιών της αρχής 7
β) όλα τα κράτη μέρη θέτουν στη διάθεση της επιχείρησης ένα ποσό ισοδύναμο προς το ήμισυ των χρηματικών πόρων που αναφέρονται στο στοιχείο α) υπό τη μορφή μακροχρονίων ατόκων δανείων, σύμφωνα με την ισχύουσα, κατά τον χρόνο υπολογισμού της καταβολής των εισφορών, κλίμακα εισφοράς στον τακτικό προϋπολογισμό των Ηνωμένων Εθνών. Η κλίμακα αυτή αναπροσαρμόζεται ώστε να συμπεριλάβει και τα κράτη τα οποία δεν είναι μέλη των Ηνωμένων Εθνών. Τα δάνεια τα οποία συνάπτει η επιχείρηση για την κάλυψη του υπολοίπου ημίσεως των χρηματικών πόρων καλύπτονται από δάνεια, με την εγγύηση των κρατών μερών σύμφωνα με την ίδια κλίμακα 7
γ) εάν το ύψος των εισφορών των κρατών μερών είναι χαμηλότερο των χρηματικών πόρων που πρέπει να χορηγηθούν στην επιχείρηση σύμφωνα με το εδάφιο α), η συνέλευση, στην πρώτη της σύνοδο, εξετάζει το μέγεθος του ελλείμματος και υιοθετεί με consensus μέτρα για την αντιμετώπιση αυτού του ελλείμματος λαμβάνουσα υπόψη τις υποχρεώσεις των κρατών μερών σύμφωνα με τα στοιχεία α) και β) και τις εισηγήσεις της προπαρασκευαστικής επιτροπής 7
δ) i) εντός 60 ημερών από της ενάρξεως ισχύος της παρούσας σύμβασης ή εντός 30 ημερών από της καταθέσεως των οργάνων επικυρώσεως ή προσχωρήσεως σ’ αυτήν λαμβανομένης υπόψη οποιασδήποτε εκ των δύο ημερομηνιών είναι προγενέστερη κάθε κράτος μέρος καταθέτει στην επιχείρηση μη μεταβιβάσιμα άτοκα γραμμάτια που αντιπροσωπεύουν ποσό ισοδύναμο προς την συμμετοχή του στα άτοκα δάνεια που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο στοιχείο β) 7
ii) το συντομότερο δυνατό από της ενάρξεως ισχύος της παρούσας συμβάσης και στη συνέχεια σε ετήσια ή άλλα προσήκοντα χρονικά διαστήματα, το διοικητικό συμβούλιο καταρτίζει πίνακα ο οποίος εμφανίζει το μέγεθος των απαιτουμένων πόρων και το χρονοδιάγραμμα χρηματοδοτήσεως των διοικητικών του δαπανών και των δραστηριοτήτων που διεξάγει η επιχείρηση σύμφωνα με το άρθρο 170 και το άρθρο 12 του παρόντος παραρτήματος,
iii) η επιχείρηση γνωστοποιεί αμέσως στα κράτη μέρη, μέσω της αρχής, τα ποσά, που αντιστοιχούν στα μερίδια συμμετοχής τους στις δαπάνες αυτές κατ’ εφαρμογή του στοιχείου β). Η επιχείρηση εξαργυρώνει τα γραμμάτια μέχρι συμπληρώσεως των ποσών που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των δαπανών που αναφέρονται στο χρονοδιάγραμμα και αφορούν τα άτοκα δάνεια,
iv) τα κράτη μέρη μόλις λάβουν την γνωστοποίηση θέτουν στη διάθεση της επιχειρήσεως τα αντίστοιχα μερίδια των εγγυήσεων χρέους (Debt guarantee) σύμφωνα με το στοιχείο β) 7
ε) i) εάν η επιχείρηση τα ζητήσει, τα κράτη μέρη μπορούν να χορηγήσουν εγγυήσεις χρέους οι οποίες προστίθενται σ’ αυτές τις οποίες χορηγούν σύμφωνα με την κλίμακα που αναφέρεται στο στοιχείο β) 7
ii) ενα κράτος μέρος μπορεί αντί των εγγυήσεων να καταβάλει εθελοντική εισφορά στην επιχείρηση για ποσό ισοδύναμο προς το τμήμα των χρεών τα οποία άλλως θα εγγυάτο 7
στ) η αποπληρωμή των τοκοφόρων δανείων προηγείται της αποπληρωμής των ατόκων δανείων. Η αποπληρωμή των ατόκων δανείων γίνεται σύμφωνα με χρονοδιάγραμμα που υιοθετεί η συνέλευση μετά από εισήγηση του συμβουλίου και γνώμη του διοικητικού συμβουλίου. Κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής το διοικητικό συμβούλιο θα καθοδηγείται από τις σχετικές διατάξεις των κανόνων, κανονισμών και διαδικασιών της αρχής οι οποίοι λαμβάνουν υπόψη την ύψιστη ανάγκη της εξασφαλίσεως της αποτελεσματικής λειτουργίας της επιχειρήσεως και ιδιαίτερα της εξασφαλίσεως της οικονομικής της ανεξαρτησίας 7
ζ) οι χρηματικοί πόροι που τίθενται στη διάθεση της επιχείρησης καταβάλλονται σε ελευθέρως χρησιμοποιήσιμα νομίσματα, ή σε νομίσματα που διατίθενται ελεύθερα και χρησιμοποιούνται ουσιαστικά στις κυριώτερες αγορές συναλλάγματος. Τα νομίσματα αυτά καθορίζονται στους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής σύμφωνα με την επικρατούσα διεθνή νομισματική πρακτική. Υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 2, κανένα κράτος μέρος δεν εφαρμόζει ή δεν επιβάλλει περιορισμούς στην κατοχή χρησιμοποίηση ή ανταλλαγή των χρηματικών αυτών πόρων 7
η) με τον όρο «εγγύηση χρέους» νοείται η υπόσχεση ενός κράτους μέρους προς τους πιστωτές της επιχείρησης να καταβάλλει, κατά το μέτρο που προβλέπεται από τη σχετική κλίμακα, τις οικονομικές υποχρεώσεις της επιχείρησης που καλύπτονται από την εγγύηση, όταν του γνωστοποιείται από τους πιστωτές κάποια αθέτηση των υποχρεώσεων της επιχείρησης. Οι διαδικασίες εκπληρώσεως των υποχρεώσεων αυτών πρέπει να είναι σύμφωνες με τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής.
4. Οι χρηματικοί πόροι, το ενεργητικόν και οι δαπάνες της επιχείρησης πρέπει να τηρούνται χωριστά από αυτούς της αρχής. Το άρθρο αυτό δεν εμποδίζει την επιχείρηση να κάνει διευθετήσεις με την αρχή που αναφέρονται στις εγκαταστάσεις, το προσωπικό και τις υπηρεσίες ή συμφωνίες που αναφέρονται στην απόδοση των διοικητικών δαπανών που καταβλήθηκαν από τη μία για λογαριασμό της άλλης.
5. Τα πρακτικά βιβλία και λογαριασμοί της επιχειρήσεως περιλαμβανομένων και των ετήσιων, εκθέσεων επί της οικονομικής καταστάσεως ελέγχονται από ανεξάρτητο ορκωτό λογιστή, τον οποίο ορίζει το συμβούλιο.
Άρθρο 12 Επιχειρήσεις
1. Η επιχείρηση υποβάλλει στο συμβούλιο σχέδια για τη διεξαγωγή εργασιών κατ’ εφαρμογή του άρθρου 170. Τα σχέδια αυτά περιλαμβάνουν ένα επίσημο γραπτό πρόγραμμα εργασίας για τις δραστηριότητες που θα διεξάγει στην περιοχή σύμφωνα με το άρθρο 153 παράγραφος 3, καθώς και όλες τις άλλες πληροφορίες και στοιχεία που μπορεί να είναι αναγκαία για την αξιολόγησή τους από την νομική και τεχνική επιτροπή και την έγκρισή τους από το συμβούλιο.
2. Όταν το σχέδιο εγκριθεί από το συμβούλιο η επιχείρηση το εκτελεί σύμφωνα με το επίσημο γραπτό πρόγραμμα εργασίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1.
3. α) Εάν η επιχείρηση δεν διαθέτει τα απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες για τις επιχειρήσεις της μπορεί να τα προμηθευτεί. Για τον σκοπό αυτό προκηρύσσει διαγωνισμό και συνάπτει συμβόλαια με εκείνους τους προμηθευτές, οι οποίοι κάνουν την καλύτερη προσφορά από άποψη ποιότητας, τιμής και χρόνου παραδόσεως.
β) Εάν υπάρχουν περισσότερες της μιας προσφορές οι οποίες συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις αυτές το συμβόλαιο κατακυρώνεται σύμφωνα:
i) με την αρχή της μη διακρίσεως επί τη βάσει πολιτικών ή άλλων εκτιμήσεων άσχετων με την διεξαγωγή των επιχειρήσεων με την προσήκουσα επιμέλεια και αποτελεσματικότητα, και
ii) με τις κατευθυντήριες γραμμές που εγκρίθηκαν από το συμβούλιο σχετικά με την προτίμηση που πρέπει να δίνεται στα αγαθά και στις υπηρεσίες που προέρχονται από τα αναπτυσσόμενα κράτη περιλαμβανομένων και των άνευ ακτών και γεωγραφικώς μειονεκτούντων μεταξύ αυτών κρατών.
γ) Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να υιοθετήσει κανόνες που καθορίζουν τις ειδικές περιστάσεις κατά τις οποίες αυτό μπορεί να απαλλάξει, προς το συμφέρον της επιχείρησης, από την υποχρέωση προκηρύξεως διεθνούς διαγωνισμού.
4. Η επιχείρηση έχει την κυριότητα όλων των ορυκτών και των κατεργασμένων υλών τις οποίες παράγει.
5. Η επιχείρηση πωλεί τα προϊόντα της χωρίς διάκριση. Δεν χορηγεί εκπτώσεις οι οποίες δεν έχουν εμπορικό χαρακτήρα.
6. Υπό την επιφύλαξη των γενικών ή ειδικών εξουσιών που αναγνωρίζονται στην επιχείρηση από άλλες διατάξεις της συμβάσεως, η επιχείρηση ασκεί τις εξουσίες που είναι απαραίτητες για τη διεξαγωγή των εργασιών της.
7. Η επιχείρηση δεν επεμβαίνει στις πολιτικές υποθέσεις των κρατών μερών, ούτε επηρεάζεται στις αποφάσεις της από τον πολιτικό προσανατολισμό των κρατών μερών με τα οποία έχει σχέση. Οι αποφάσεις της βασίζονται μόνον σε εμπορικές εκτιμήσεις τις οποίες σταθμίζει αμερόληπτα για να επιτύχει τους σκοπούς που ορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος.
Άρθρο 13 Νομικό καθεστώς, προνόμια και ασυλίες
1. Για να μπορέσει η επιχείρηση να ασκήσει τις εξουσίες της, της αναγνωρίζονται, στα εδάφη των κρατών μερών, το νομικό καθεστώς, τα προνόμια και οι ασυλίες που καθορίζονται στο παρόν άρθρο. Για να έχει εφαρμογή η αρχή αυτή η επιχείρηση και τα κράτη μέρη μπορούν να συνάψουν ειδικές συμφωνίες τις οποίες κρίνουν απαραίτητες.
2. Η επιχείρηση έχει την νομική ικανότητα που της είναι απαραίτητη για την άσκηση των εξουσιών της και την εκπλήρωση των σκοπών της και ειδικότερα την ικανότητα:
α) να συνάπτει συμβόλαια και συμφωνίες συνεργασίας ή άλλες συμφωνίες, συμπεριλαμβανομένων και των συμφωνιών με κράτη και διεθνείς οργανισμούς 7
β) να αποκτά, μισθώνει, διατηρεί ή διαθέτει την κινητή και ακίνητη περιουσία 7
γ) να προσφεύγει στο δικαστήριο.
3. α) Προσφυγή κατά της επιχειρήσης μπορεί να γίνει μόνον ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ενός κράτους μέρους, στην επικράτεια του οποίου η επιχείρηση:
i) έχει γραφείο ή εγκαταστάσεις,
ii) έχει διορίσει εκπρόσωπο για την επίδοση των δικαστικών εγγράφων,
iii) έχει συνάψει συμβόλαιο για αγαθά και υπηρεσίες,
iv) έχει εκδώσει τίτλους, ή
v) ασκεί εμπορική δραστηριότητα υπό οποιαδήποτε άλλη μορφή,
β) Η περιουσία και το ενεργητικό της επιχείρησης όπου και αν βρίσκονται και όποιος και αν είναι ο κάτοχος αυτών δεν υπόκεινται σε κανενός είδους κατάσχεση ή άλλο μέσο εκτέλεσης πριν να εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση του δικαστηρίου κατά της επιχειρήσεως.
4. α) Η περιουσία και το ενεργητικό της επιχειρήσεως όπου και αν ευρίσκονται και όποιος και αν είναι ο κάτοχος αυτών δεν υπόκεινται σε επίταξη, δήμευση, απαλλοτρίωση ή άλλη μορφή κατασχέσεως προερχομένη από την εκτελεστική ή τη νομοθετική εξουσία 7
β) Η περιουσία και το ενεργητικό της επιχειρήσεως όπου και αν ευρίσκονται και όποιος και αν είναι ο κάτοχος αυτών δεν υπόκεινται σε κανενός είδου έλεγχο, περιορισμό, κανονισμό ή αναστολή οιασδήποτε μορφής, που έχει διακριτικό χαρακτήρα 7
γ) Η επιχείρηση και το προσωπικό της σέβονται τους νόμους και τους κανονισμούς των κρατών ή εδαφών στα οποία ασκούν βιομηχανικές και εμπορικές ή άλλες δραστηριότητες 7
δ) Τα κράτη μέρη εξασφαλίζουν στην επιχείρηση την απόλαυση όλων των δικαιωμάτων, προνομίων και ασυλιών τα οποία αυτά χορηγούν σε οντότητες που ασκούν εμπορικές δραστηριότητες στο έδαφός τους. Τα δικαιώματα αυτά, τα προνόμια και οι ασυλίες χορηγούνται στην επιχείρηση με τις ίδιες ευνοϊκές προϋποθέσεις με τις οποίες χορηγούνται σε οντότητες που ασκούν παρόμοιες εμπορικές δραστηριότητες. Όταν τα κράτη μέρη χορηγούν ειδικά προνόμια σε αναπτυσσόμενα κράτη ή σε εμπορικές οντότητες αυτών η επιχείρηση απολαμβάνει των προνομίων αυτών επί παρομοίας προτιμησιακής βάσεως 7
ε) τα κράτη μέρη μπορούν να χορηγήσουν ειδικά κίνητρα, δικαιώματα, προνόμια και ασυλίες στην επιχείρηση χωρίς να έχουν την υποχρέωση να τα χορηγήσουν και σε άλλες εμπορικές οντότητες.
5. Η επιχείρηση διαπραγματεύεται με τις φιλοξενούσες χώρες, στις οποίες έχει γραφεία και εγκαταστάσεις, απαλλαγή από άμεσου και έμμεσους φόρους.
6. Κάθε κράτος μέρος προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για να ενεργοποιήσει από άποψη της εσωτερικής του νομοθεσίας τις αρχές που εξαγγέλονται στο παρόν παράρτημα και γνωστοποιεί στην επιχείρηση τις συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβη.
7. Η επιχείρηση μπορεί να παραιτηθεί οιουδήποτε προνομίου και ασυλίας, τα οποία, της παρέχονται στο παρόν άρθρο, ή στις ειδικές συμφωνίες της παραγράφου 1, στην έκταση και υπό τις προϋποθέσεις τις οποίες θα καθορίζει η ίδια.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗ
Τμήμα 1 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΤΜΗΜΑ 1 ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ XV
Άρθρο 1 Έναρξη διαδικασίας
Αν τα μέρη σε μια διαφορά συμφωνούν, σύμφωνα με το άρθρο 284, να την υποβάλουν σε συνδιαλλαγή όπως προβλέπεται στο παρόν τμήμα, οποιοδήποτε από αυτά μπορεί να κινήσει τη διαδικασία με γραπτή ειδοποίηση πρός το άλλο μέρος ή μέρη στη διαφορά.
Άρθρο 2 Κατάλογος συνδιαλλακτών
Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών καταρτίζει και τηρεί κατάλογο συνδιαλλακτών. Κάθε κρατός μέρος δικαιούται να ορίσει τέσσερις συνδιαλλάκτες που θα χαίρουν της καλύτερης δυνατής φήμης για την αμεροληψία, την ικανότητα και την ακεραιότητα τους. Τα ονόματα των με αυτόν τον τρόπο οριζόμενων προσώπων εγγράφονται στον κατάλογο. Οποτεδήποτε ο αριθμός των συνδιαλλακτών που ορίστηκαν από ένα κράτος μέρος και περιλαμβάνονται στον κατάλογο γίνει μικρότερος από τέσσερις, αυτό το κράτος μπορεί να ορίσει νέα πρόσωπα, όπως είναι απαραίτητο. Το όνομα κάθε συνδιαλλάκτη παραμένει στον κατάλλογο μέχρι να αποσυρθεί από το κράτος μέρος που έκανε ορισμό, με την προϋπόθεση ότι, ο συνδιαλλάκτης θα εξακολουθήσει να μετέχει σε οποιαδήποτε επιτροπή συνδιαλλαγής στην οποία τούτος έχει διοριστεί μέχρι να περατωθεί η διαδικασία ενώπιον της επιτροπής αυτής.
Άρθρο 3 Σύσταση της επιτροπής συνδιαλλαγής
Εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών, η επιτροπή συνδιαλλαγής συγκροτείται ως εξής:
α) με την επιφύλαξη του στοιχείου ζ) η επιτροπή συνδιαλλαγής απαρτίζεται από πέντε μέλη 7
β) το μέρος που κινεί τη διαδικασία διορίζει δύο συνδιαλλάκτες που επιλέγονται κατά προτίμηση από τον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος και από τους οποίους ο ένας μπορεί να είναι υπηκόους του, εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών. Οι διορισμοί αυτοί αναφέρονται στην ειδοποίηση που προβλέπει το άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος 7
γ) το άλλο μέρος στη διαφορά διορίζει, μέσα σε προθεσμία 21 ημερών από τη λήψη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 1, του παρόντος παραρτήματος, δύο συνδιαλλάκτες με τον τρόπο που ορίζει το στοιχείο β). Αν οι διορισμοί δεν γίνουν μέσα στην προθεσμία αυτή, το μέρος που κινεί τη διαδικασία μπορεί είτε να την τερματίσει μέσα σε μια εβδομάδα από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, μετά από ειδοποίηση πρός το άλλο μέρος, ή να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να κάνει τους διορισμούς σύμφωνα με το στοίχειο ε) 7
δ) μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία θα έχουν διοριστεί οι τέσσερις συνδιαλλάκτες, αυτοί θα ορίσουν έναν πέμπτο από τον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος, που θα είναι ο πρόεδρος. Αν ο διορισμός δεν γίνει μέσα στην προθεσμία αυτή, κάθε μέρος μπορεί, μέσα σε μία εβδομάδα από την λήξη της παραπάνω προθεσμίας, να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών να κάνει αυτόν τον διορισμό σύμφωνα με το στοιχείο ε) 7
ε) μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από τη λήψη της αίτησης σύμφωνα με τα στοιχεία γ) και δ), ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών κάνει τους αναγκαίους διορισμούς από τον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος μετά από συνεννόηση με τα μέρη στη διαφορά 7
στ) οι κενές θέσεις πληρούνται με τον τρόπο που προβλέπεται για τον αρχικό διορισμό 7
ζ) δύο ή περισσότερα μέρη τα οποία συμφωνούν ότι έχουν κοινό συμφέρον διορίζουν από κοινού δύο συνδιαλλάκτες. Δύο ή περισσότερα μέρη που έχουν διαφορετικά συμφέροντα ή που δεν συμφωνούν ως πρός το αν έχουν κοινό συμφέρον, διορίζουν συνδιαλλάκτες χωριστά 7
η) σε διαφορές μεταξύ περισσοτέρων από δύο μερών τα οποία έχουν διαφορετικά συμφέροντα ή δεν μπορούν να συμφωνήσουν αν έχουν κοινό συμφέρον, τα μέρη στη διαφορά εφαρμόζουν τα στοιχεία α) έως στ) στο μέτρο του δυνατού.
Άρθρο 4 Διαδικασία
Εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών, η επιτροπή συνδιαλλαγής αποφασίζει η ίδια για τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί. Η επιτροπή μπορεί, με τη συναίνεση των μερών στη διαφορά, να προσκαλεί οποιοδήποτε κράτος μέρος για να εκθέσει τις απόψεις του προφορικά ή γραπτά. Οι αποφάσεις της επιτροπής σχετικά με διαδικαστικά θέματα, την έκθεση και τις συστάσεις της επιτροπής λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών της.
Άρθρο 5 Φιλικός διακανονισμός
Η επιτροπή μπορεί να επιστήσει την προσοχή των μερών σε κάθε μέτρο πού θα μπορούσε να διευκολύνει τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς.
Άρθρο 6 Έργο της επιτροπής
Η επιτροπή ακούει τα μέρη, εξετάζει τους ισχυρισμούς και τις αντιρρήσεις τους και, κάνει προτάσεις στα μέρη με σκοπό την επίτευξη φιλικού διακανονισμού.
Άρθρο 7 Έκθεση
1. Η επιτροπή συντάσσει την έκθεση της μέσα σε δώδεκα μήνες από την συγκρότηση της. Η έκθεσή της αναφέρει κάθε επιτευχθείσα συμφωνία, και αν δεν υπήρξε συμφωνία τα συμπεράσματά της για κάθε πραγματικό ή νομικό γεγονός σχετικά με το αντικείμενο της διαφοράς, καθώς και τις συστάσεις που κρίνει πρόσφορες για την επίτευξη φιλικού διακανονισμού. Η έκθεση κατατίθεται στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και διαβιβάζεται από αυτόν στα μέρη στη διαφορά.
2. Η έκθεση της επιτροπής συμπεριλαμβανόμενων και των συμπερασμάτων ή συστάσεών της, δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη.
Άρθρο 8 Τερματισμός
Η διαδικασία συνδιαλλαγής τερματίζεται όταν επιτευχθεί διακανονισμός, όταν τα μέρη αποδεχθούν ή ένα μέρος απορρίψει τις συστάσεις της έκθεσης με γραπτή ειδοποίηση προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, ή όταν περάσει περίοδος τριών μηνών από την ημερομηνία που διαβιβάστηκε η έκθεση στα μέρη.
Άρθρο 9 Αμοιβές και έξοδα
Οι αμοιβές και τα έξοδα της επιτροπής βαρύνουν τα μέρη στη διαφορά.
Άρθρο 10 Δικαίωμα των μερών για τροποποίηση της διαδικασίας
Τα μέρη στη διαφορά μπορούν με συμφωνία που θα ισχύει μόνο για τη συγκεκριμένη διαφορά να τροποποιήσουν οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος παραρτήματος.
Τμήμα 2 ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΣΥΝΔΙΑΛΛΑΓΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ XV
Άρθρο 11 Έναρξη της διαδικασίας
1. Κάθε μέρος σε μία διαφορά η οποία, σύμφωνα με το μέρος XV τμήμα 3, μπορεί να υπαχθεί σε συνδιαλλαγή σύμφωνα με το παρόν τμήμα, μπορεί να κινήσει τη διαδικασία με γραπτή ειδοποίηση πρός το άλλο μέρος ή μέρη στη διαφορά.
2. Κάθε μέρος στη διαφορά που έχει ειδοποιηθεί όπως προβλέπει η παράγραφος 1 είναι υποχρεωμένο να υπαχθεί στην διαδικασία αυτή.
Άρθρο 12 Παράλειψη απάντησης ή άρνηση υπαγωγής σε συνδιαλλαγή
Παράλειψη ενός ή περισσότερων μερών στη διαφορά να απαντήσουν στην ειδοποίηση για την έναρξη διαδικασίας συνδιαλλαγής ή να υπαχθούν στη διαδικασία αυτή δεν αποτελεί εμπόδιο για τη διαδικασία.
Άρθρο 13 Αρμοδιότητα
Σε περίπτωση διαφωνίας ως πρός της αρμοδιότητα μιας επιτροπής συνδιαλλαγής που συστάθηκε σύμφωνα με το παρόν τμήμα αποφασίζει η επιτροπή.
Άρθρο 14 Εφαρμογή του τμήματος 1
Τα άρθρα 2 έως 10 του τμήματος 1 του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται επιφυλασσομένου του παρόντος τμήματος.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Άρθρο 1 Γενικές διατάξεις
1. Το διεθνές δικαστήριο για το δίκαιο της θάλασσας συγκροτείται και λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης και του παρόντος καταστατικού.
2. Η έδρα του δικαστηρίου ορίζεται στην ελεύθερη και χανσεατική πόλη του Αμβούργου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
3. Το δικαστήριο μπορεί να συνεδριάζει και ασκεί τις αρμοδιότητές του σε άλλο τόπο οποτεδήποτε κρίνει αυτό επιθυμητό.
4. Η παραπομπή στο δικαστήριο διέπεται από τις διατάξεις των μερών XI και XV.
Τμήμα 1 ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ
Άρθρο 2 Σύνθεση
1. Το δικαστήριο αποτελείται από σώμα 21 ανεξάρτητων μελών, εκλεγμένων μεταξύ προσώπων που χαίρουν της καλύτερης φήμης για αμεροληψία και ακεραιότητα και αναγνωρισμένης ικανότητας στον τομέα του δικαίου της θάλασσας.
2. Στο δικαστήριο ως σύνολο πρέπει να διασφαλίζεται η εκπροσώπηση των κυρίων νομικών συστημάτων του κόσμου καθώς και η δίκαιη γεωγραφική κατανομή.
Άρθρο 3 Μέλη
1. Δεν επιτρέπεται δύο μέλη του δικαστηρίου να είναι υπήκοοι του ίδιου κράτους. Πρόσωπο το οποίο, για τους σκοπούς συμμετοχής του στο δικαστήριο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπήκοος περισσοτέρων του ενός κράτους θεωρείται ως υπήκοος εκείνου στο οποίο συνήθως ασκεί τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρχουν λιγότερα των τριών μελών από κάθε γεωγραφική ομάδα όπως καθορίζεται από τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών.
Άρθρο 4 Υποψηφιότητες και εκλογές
1. Κάθε κράτος μέρος μπορεί να υποδείξει ως υποψήφιους όχι περισσότερα από δύο πρόσωπα που κατέχουν να προσόντα που προβλέπονται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος. Τα μέλη του δικαστηρίου εκλέγονται από κατάλογο προσώπων που υποδεικνύονται με τον τρόπο αυτό.
2. Τουλάχιστον τρείς μήνες πριν από την ημερομηνία της εκλογής, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών στην περίπτωση της πρώτης εκλογής, και ο γραμματέας του δικαστηρίου στην περίπτωση μεταγενεστέρων εκλογών, απευθύνει γραπτή πρόσκληση στα κράτη μέρη για να υποβάλλουν τις υποψηφιότητες για μέλη του δικαστηρίου μέσα σε δύο μήνες. Ο ίδιος θα καταρτίζει κατάλογο με αλφαβητική σειρά των ούτως υποδεικνυόμενων προσώπων, με ένδειξη των κρατών μερών που τα έχουν υποδείξει, και θα τον υποβάλει στα κράτη μέρη πρίν από την έβδομη ημέρα του τελευταίου μήνα πρίν από την ημερομηνία κάθε εκλογής.
3. Η πρώτη εκλογή θα γίνει μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας σύμβασης.
4. Τα μέλη του δικαστηρίου εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία. Οι εκλογές διεξάγονται σε σύνοδο των κρατών μερών που συγκαλείται από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στην περίπτωση της πρώτης εκλογής και με διαδικασία που συμφωνείται από τα κράτη μέρη στην περίπτωση μεταγενέστερων εκλογών. Δύο τρίτα των κρατών μερών αποτελούν απαρτία στη σύνοδο αυτή. Τα πρόσωπα που εκλέγονται για το δικαστήριο θα είναι οι υποψήφιοι που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο αριθμό ψήφων και τη πλειοψηφία των δύο τρίτων των κρατών μερών που παρίστανται και ψηφίζουν, εφόσον η πλειοψηφία αυτή περιλαμβάνει την πλειοψηφία των κρατών μερών.
Άρθρο 5 Διάρκεια θητείας
1. Τα μέλη του δικαστηρίου εκλέγονται για εννέα έτη και μπορούν να επανεκλέγονται υπό τον όρο, όμως, ότι από τα μέλη που εκλέγονται στη πρώτη εκλογή, η θητεία επτά μελών, θα λήγει στο τέλος των τριών ετών και η θητεία επτά επιπλέον μελών θα λήγει στο τέλος έξι ετών.
2. Τα μέλη του δικαστηρίου των οποίων η θητεία πρόκειται να λήξει στο τέλος των παραπάνω αναφερόμενων αρχικών τριών και έξι ετών θα επιλέγονται με κλήρωση διενεργούμενη από το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών αμέσεως μετά από την πρώτη εκλογή.
3. Τα μέλη του δικαστηρίου θα συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντα τους μέχρις ότου πληρωθούν οι θέσεις τους. Παρά την αντικατάστασή τους, τα μέλη θα περατώνουν οποιαδήποτε διαδικασία που έχουν τυχόν αρχίσει πριν από την ημερομηνία αντικατάστασής τους.
4. Σε περίπτωση παραίτησης ενός μέλους του δικαστηρίου η επιστολή παραίτησης πρέπει να απευθύνεται στον πρόεδρο του δικαστηρίου. Η θέση κενώνεται με τη λήψη της επιστολής αυτής.
Άρθρο 6 Κενές θέσεις
1. Οι κενές θέσεις πληρούνται με την ίδια μέθοδο η οποία καθορίζεται και για την πρώτη εκλογή, με την επιφύλαξη της ακόλουθης διάταξης: ο γραμματέας, μέσα σε ένα μήνα από την κένωση της θέσης, θα προβαίνει στην έκδοση των προσκλήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4 του παρόντος παραρτήματος, και η ημερομηνία της εκλογής θα καθορίζεται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου μετά από συνεννόηση με τα κράτη μέρη.
2. Μέλος του δικαστηρίου που εκλέγεται για να αντικαταστήσει μέλος του οποίου θητεία δεν έχει λήξει θα κατέχει τη θέση για το υπόλοιπο της θητείας του προκατόχου του.
Άρθρο 7 Ασυμβίβαστες δραστηριότητες
1. Κανένα μέλος του δικαστηρίου δεν μπορεί να ασκεί οποιαδήποτε πολιτική ή διοικητική αρμοδιότητα, ή να συνδέεται ενεργά ή να έχει οικονομικό συμφέρον σε οποιεσδήποτε από τις εργασίες οποιασδήποτε επιχείρησης ασχολούμενης με την εξερεύνηση ή την εκμετάλλευση των πόρων της θάλασσας ή του θαλάσσιου βυθού ή με άλλη εμπορική χρήση της θάλασσας ή του θαλάσσιου βυθού.
2. Κανένα μέλος του δικαστηρίου δεν μπορεί να ενεργεί ως αντιπρόσωπος, σύμβουλος ή δικηγόρος σ’ οποιαδήποτε υπόθεση.
3. Κάθε αμφιβολία πάνω στα σημεία αυτά θα επιλύεται με απόφαση της πλειοψηφίας των άλλων μελών του δικαστηρίου που είναι παρόντα.
Άρθρο 8 Όροι σχετικοί με τη συμμετοχή μελών σε συγκεκριμένη υπόθεση
1. Κανένα μέλος του δικαστηρίου δεν μπορεί να συμμετέχει στην απόφαση για οποιαδήποτε υπόθεση στην οποία έλαβε μέρος προηγουμένως ως αντιπρόσωπος, σύμβουλος, ή δικηγόρος για ένα από τα μέρη, ή ως μέλος εθνικού ή διεθνούς δικαστηρίου, ή με οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα.
2. Αν, για ορισμένο ειδικό λόγο, ένα μέλος του δικαστηρίου κρίνει ότι δεν πρέπει να συμμετάσχει στην απόφαση για συγκεκριμένη υπόθεση, οφείλει να πληροφορήσει σχετικά τον πρόεδρο του δικαστηρίου.
3. Αν ο πρόεδρος κρίνει ότι για ορισμένο ειδικό λόγο ένα από τα μέλη του δικαστηρίου δεν πρέπει να παρακαθήσει σε συγκεκριμένη υπόθεση, ο πρόεδρος οφείλει να το ειδοποιήσει ανάλογα.
4. Κάθε αμφιβολία πάνω στα σημεία αυτά θα επιλύεται με απόφαση της πλειοψηφίας των άλλων μελών του δικαστηρίου που είναι παρόντα.
Άρθρο 9 Συνέπεια παύσης πλήρωσης απαιτουμένων όρων
Αν, με την ομόφωνη απόφαση των άλλων μελών του δικαστηρίου, ένα μέλος έχει παύσει να πληρεί τους απαιτούμενους όρους, ο πρόεδρος του δικαστηρίου κηρύσσει τη θέση κενή.
Άρθρο 10 Προνόμια και ασυλίες
Τα μέλη του δικαστηρίου, όταν ασχολούνται με τις εργασίες του δικαστηρίου, απολαύουν διπλωματικών προνομίων και ασυλιών.
Άρθρο 11 Επίσημη διαβεβαίωση από τα μέλη
Κάθε μέλος του δικαστηρίου, πρίν από την ανάληψη των καθηκόντων του, προβαίνει σε επίσημη διαβεβαίωση σε ανοικτή συνεδρίαση ότι θα ασκεί τις εξουσίες του αμερόληπτα και ευσυνείδητα.
Άρθρο 12 Πρόεδρος αντιπρόεδρος και γραμματέας
1. Το δικαστήριο εκλέγει τον πρόεδρο και αντιπρόεδρό του για τρία έτη. Τούτοι μπορούν να επανεκλεγούν.
2. Το δικαστήριο διορίζει τον γραμματέα του και μπορεί να προβλέπει για το διορισμό άλλων λειτουργών, ως ήθελε κρίνει αναγκαίο.
3. Ο πρόεδρος και ο γραμματέας διαμένουν στην έδρα του δικαστηρίου.
Άρθρο 13 Απαρτία
1. Όλα τα διαθέσιμα μέλη του δικαστηρίου θα παρακάθονται στις συνεδριάσεις του. Για τη συγκρότηση του δικαστηρίου απαιτείται απαρτία από έντεκα εκλεγμένα μέλη.
2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 17 του παρόντος παραρτήματος, το δικαστήριο αποφασίζει ποιά μέλη είναι διαθέσιμα για τη συγκρότηση του δικαστηρίου για την εξέταση συγκεκριμένης διαφοράς, λαμβάνοντας υπόψη, την αποτελεσματική λειτουργία των τμημάτων όπως προβλέπονται στα άρθρα 14 και 15 του παρόντος παραρτήματος.
3. Όλες οι διαφορές και οι αιτήσεις που υποβάλλονται στο δικαστήριο δικάζονται από το δικαστήριο, εκτός αν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 14 του παρόντος παραρτήματος, ή τα μέλη ζητήσουν όπως η διαφορά ή αίτηση τύχει χειρισμού σύμφωνα με το άρθρο 15 του παρόντος παραρτήματος.
Άρθρο 14 Τμήμα διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού
Δημιουργείται τμήμα διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού σύμφωνα με τις διατάξεις του τμήματος 4 του παρόντος παραρτήματος. Η δικαιοδοσία, οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες αυτού είναι ως προβλέπονται στο μέρος XI τμήμα 5.
Άρθρο 15 Ειδικά τμήματα
1. Το δικαστήριο μπορεί να σχηματίσει τμήματα, αποτελούμενα από τρία ή περισσότερα από τα εκλεγμένα μέλη του, ως ήθελε κρίνει αναγκαίο για το χειρισμό συγκεκριμένων κατηγοριών διαφορών.
2. Το δικαστήριο θα σχηματίσει τμήμα για το χειρισμό συγκεκριμένης διαφοράς που υποβάλλεται σ’ αυτό αν τα μέρη το ζητήσουν. Η σύνθεση ενός τέτοιου τμήματος θα αποφασίζεται από το δικαστήριο με την έγκριση των μερών.
3. Με σκοπό τη γρήγορη διεκπεραίωση των εργασιών, το δικαστήριο θα σχηματίζει ετήσια ένα τμήμα αποτελούμενο από πέντε από τα εκλεγμένα μέλη του το οποίο μπορεί να δικάζει διαφορές με συνοπτική διαδικασία. Δύο αναπληρωματικά μέλη θα επιλέγονται για το σκοπό αντικατάστασης μελών που αδυνατούν να συμμετάσχουν σε συγκεκριμένη διαδικασία.
4. Οι διαφορές θα δικάζονται από τα τμήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, αν τα μέρη το ζητήσουν.
5. Απόφαση που εκδίδεται απ’ οποιοδήποτε από τα τμήματα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 14 του παρόντος παραρτήματος θα θεωρείται ως εκδοθείσα από το δικαστήριο.
Άρθρο 16 Κανόνες του δικαστηρίου
Το δικαστήριο διαμορφώνει κανόνες για την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του. Ιδιαίτερα θα διατυπώνει διαδικαστικούς κανόνες.
Άρθρο 17 Υπηκοότητα μελών
1. Μέλη του δικαστηρίου, έχοντα την υπηκοότητα οποιουδήποτε από τα μέρη της διαφοράς διατηρούν το δικαίωμά τους να συμμετέχουν ως μέλη του δικαστηρίου.
2. Αν το δικαστήριο, όταν δικάζει μία διαφορά, περιλαμβάνει στην έδρα μέλος υπήκοο ενός από τα μέρη, οποιοδήποτε άλλο μέρος μπορεί να επιλέξει ένα πρόσωπο για να συμμετέχει ως μέλος του δικαστηρίου.
3. Αν το δικαστήριο, όταν δικάζει μία διαφορά, δεν περιλαμβάνει στην έδρα μέλος, υπήκοο των μερών, το καθένα από τα μέρη αυτά μπορεί να επιλέξει ένα πρόσωπο για να συμμετέχει ως μέλος του δικαστηρίου.
4. Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται στα τμήματα που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15 αυτού του παραρτήματος. Στις περιπτώσεις αυτές, ο πρόεδρος σε συνεννόηση με τα μέρη, θα ζητεί από ορισμένα μέλη το δικαστηρίου που σχηματίζουν το τμήμα, τόσα όσα είναι αναγκαία, να παραχωρήσουν τη θέση τους, στα μέλη του δικαστηρίου της υπηκοότητας των ενδιαφερομένων μερών, και αν τέτοια δεν υπάρχουν ή αδυνατούν να παρευρίσκονται, σε μέλη ειδικά επιλεγμένα από τα μέρη.
5. Σε περίπτωση που υπάρχουν διάφορα μέρη με το ίδιο συμφέρον, αυτά θα θεωρούνται, για τους σκοπούς των προηγούμενων διατάξεων, ως ένα μέρος μόνο. Κάθε αμφιβολία πάνω στο σημείο αυτό θα επιλύεται με απόφαση του δικαστηρίου.
6. Μέλη που έχουν επιλεγεί σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4 πρέπει να πληρούν τους όρους που απαιτούν τα άρθρα 2, 8 και 11 του παρόντος παραρτήματος. Αυτά θα συμμετέχουν στην απόφαση με όρους πλήρους ισότητας με τους συναδέλφους τους.
Άρθρο 18 Αμοιβή μελών
1. Κάθε εκλεγμένο μέλος του δικαστηρίου λαμβάνει ετήσιο επίδομα και, για κάθε ημέρα που ασκεί τις αρμοδιότητες του, ειδικό επίδομα, με τον όρο ότι σ’ οποιοδήποτε έτος το συνολικό ποσό το πληρωτέο σ’ ένα οποιοδήποτε μέλος ως ειδικό επίδομα δεν θα υπερβαίνει το ποσό του ετήσιου επιδόματος.
2. Ο πρόεδρος λαμβάνει ειδικό ετήσιο επίδομα.
3. Ο αντιπρόεδρος λαμβάνει ειδικό επίδομα για κάθε ημέρα κατά την οποία ενεργεί ως πρόεδρος.
4. Τα μέλη που επιλέγονται δυνάμει του άρθρου 17 του παρόντος παραρτήματος, εκτός των εκλεγμένων μελών του δικαστηρίου, λαμβάνουν αποζημίωση για κάθε ημέρα κατά την οποία ασκούν τις αρμοδιότητες τους.
5. Οι μισθοί, τα επιδόματα και η αποζημίωση θα καθορίζονται κατά καιρούς σε συνόδους των κρατών μερών, λαμβάνοντας υπόψη το φόρτο εργασίας του δικαστηρίου. Αυτά δεν επιτρέπεται να μειωθούν κατά τη διάρκεια της θητείας.
6. Ο μισθός του γραμματέα αποφασίζεται σε συνόδους των κρατών μερών, κατόπιν πρότασης του δικαστηρίου.
7. Κανονισμοί που υιοθετούνται σε συνόδους των κρατών μερών θα καθορίζουν τους όρους με τους οποίους μπορούν να παρέχονται συντάξεις στα μέλη του δικαστηρίου και στον γραμματέα, καθώς και τους όρους με τους οποίους θα αποδίδονται στα μέλη του δικαστηρίου και στον γραμματέα τα οδοιπορικά τους έξοδα.
8. Οι μισθοί, τα επιδόματα και η αποζημίωση απαλλάσσονται κάθε φορολογίας.
Άρθρο 19 Δαπάνες του δικαστηρίου
1. Οι δαπάνες του δικαστηρίου βαρύνουν τα κράτη μέρη και την αρχή με τέτοιους όρους και με τέτοιο τρόπο ως θέλει αποφασίζεται σε συνόδους των κρατών μερών.
2. Όταν οντότητα, εκτός από κράτος μέρος ή την αρχή, είναι μέρος σε μία υπόθεση που υποβάλλεται σε αυτό, το δικαστήριο θα καθορίζει το ποσό το οποίο το μέρος αυτό πρέπει να συνεισφέρει έναντι των δαπανών του δικαστηρίου.
Τμήμα 2 ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ
Άρθρο 20 Πρόσβαση στο δικαστήριο
1. Το δικαστήριο είναι προσιτό σε όλα τα κράτη μέρη.
2. Το δικαστήριο είναι προσιτό σε οντότητες, που δεν είναι κράτη μέρη, σε κάθε υπόθεση που ρητά προβλέπεται στο μέρος XI ή σε κάθε υπόθεση που υποβάλλεται σύμφωνα με οποιαδήποτε άλλη συμφωνία που παρέχει δικαιοδοσία στο δικαστήριο και είναι αποδεκτή από όλα τα μέρη στην υπόθεση αυτή.
Άρθρο 21 Δικαιοδοσία
Η δικαιοδοσία του δικαστηρίου καλύπτει όλες τις διαφορές και όλες τις αιτήσεις που υποβάλλονται σ’ αυτό σύμφωνα με τη παρούσα σύμβαση και όλα τα θέματα που προβλέπονται ειδικά σ’ οποιαδήποτε άλλη συμφωνία που παρέχει δικαιοδοσία στο δικαστήριο.
Άρθρο 22 Παραπομπή διαφορών καλυπτόμενων από άλλες συμφωνίες
Αν όλα τα μέρη σε μία υπόθεση ή σύμβαση που ισχύει ήδη και που αφορά ζήτημα καλυπτόμενο από την παρούσα σύμβαση συμφωνούν σ’ αυτό, οποιεσδήποτε διαφορές σχετικά με την ερμηνεία ή την εφαρμογή της συνθήκης ή σύμβασης μπορούν, σύμφωνα με τη συμφωνία αυτή, να υποβάλλονται στο δικαστήριο.
Άρθρο 23 Εφαρμοστέο δίκαιο
Το δικαστήριο αποφασίζει για όλες τις διαφορές και αιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 293.
Τμήμα 3 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Άρθρο 24 Έναρξη διαδικασίας
1. Οι διαφορές υποβάλλονται στο δικαστήριο, με την περίπτωση, είτε με γνωστοποίηση ειδικής συμφωνίας, είτε με γραπτή αίτηση πρός τον γραμματέα. Στην κάθε μία περίπτωση, το αντικείμενο της διαφοράς και τα μέρη πρέπει να αναφέρονται.
2. Ο γραμματέας, γνωστοποιεί αμέσως την ειδική συμφωνία ή την αίτηση σε όλους τους ενδιαφερόμενους.
3. Ο γραμματέας πληροφορεί επίσης όλα τα κράτη μέρη.
Άρθρο 25 Προσωρινά μέτρα
1. Σύμφωνα με το άρθρο 290, το δικαστήριο και το τμήμα διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού, έχουν εξουσία να επιβάλλουν προσωρινά μέτρα.
2. Αν το δικαστήριο δεν ευρίσκεται σε σύνοδο ή αν δεν υπάρχει επαρκής αριθμός μελών για να αποτελούν απαρτία, τα προσωρινά μέτρα επιβάλλονται από το τμήμα συνοπτικής διαδικασίας που σχηματίζεται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 3 του παρόντος παραρτήματος. Ανεξάρτητα από το άρθρο 15 παράγραφος 4 του παρόντος παραρτήματος, τα προσωρινά αυτά μέτρα μπορούν να υιοθετηθούν κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε μέρους στη διαφορά. Αυτά υπόκεινται σε έλεγχο και αναθεώρηση από το δικαστήριο.
Άρθρο 26 Ακρόαση
1. Η ακρόαση τελεί υπό τον έλεγχο του προέδρου, ή αν αυτός αδυνατεί να προεδρεύει, του αντιπροέδρου. Αν κανένας απ’ αυτούς δεν μπορεί να προεδρεύει, του δικαστηρίου θα προεδρεύει ο αρχαιότερος παρών δικαστής.
2. Η ακρόαση διεξάγεται δημόσια, εκτός αν το δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά ή εκτός αν τα μέρη ζητήσουν όπως μη επιτραπεί η είσοδος στο κοινό.
Άρθρο 27 Διεξαγωγή της υπόθεσης
Το δικαστήριο εκδίδει διαταγές για τη διεξαγωγή της υπόθεσης, αποφασίζει τον τύπο και το χρόνο στον οποίο το κάθε μέρος πρέπει να διατυπώνει τα επιχειρήματά του και προβαίνει σε όλες τις διευθετήσεις σχετικά με τη λήψη αποδείξεων.
Άρθρο 28 Παράληψη εμφάνισης
Όταν ένα από τα μέρη δεν εμφανίζεται ενώπιον του δικαστηρίου ή παραλείπει να υπερασπίσει την υπόθεση του, το άλλο μέρος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να συνεχίσει τη διαδικασία και να εκδόσει την απόφαση του. Απουσία ενός μέρους ή παράλειψη ενός μέρους να υπερασπίσει την υπόθεση του δεν αποτελεί κώλυμα στη διαδικασία. Πριν από την έκδοση της απόφασης του, το δικαστήριο πρέπει να βεβαιώνεται όχι μόνο ότι έχει δικαιοδοσία στην υπόθεση, αλλά επίσης ότι η αξίωση είναι βάσιμη κατά την ουσία και κατά το νόμο.
Άρθρο 29 Πλειοψηφία στη λήψη απόφασης
1. Όλα τα ζητήματα αποφασίζονται με πλειοψηφία των μελών του δικαστηρίου που είναι παρόντα.
2. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του προέδρου ή του μέλους του δικαστηρίου το οποίο ενεργεί αντ’ αυτού.
Άρθρο 30 Δικαστική απόφαση
1. Η δικαστική απόφαση αναφέρει τους λόγους στους οποίους βασίζεται.
2. Η απόφαση πρέπει να περιέχει τα ονόματα των μελών του δικαστηρίου που συμμετείχαν στην απόφαση.
3. Αν η δικαστική απόφαση δεν εκφράζει εξ ολοκλήρου ή μερικώς την ομόφωνη γνώμη των μελών του δικαστηρίου, οποιοδήποτε μέλος δικαιούται να εκδώσει ξεχωριστή γνώμη.
4. Η δικαστική απόφαση υπογράφεται από τον πρόεδρο και τον γραμματέα. Αυτή θα απαγγέλεται σε δημόσια συνεδρίαση του δικαστηρίου, αφού δοθεί η προσήκουσα ειδοποίηση στα μέρη στη διαφορά.
Άρθρο 31 Αίτηση παρέμβασης
1. Αν ένα κράτος μέρος θεωρεί ότι έχει ένα νομικής φύσεως συμφέρον το οποίο μπορεί να επηρεασθεί από την απόφαση σε οποιαδήποτε διαφορά, αυτό μπορεί να υποβάλλει αίτηση στο δικαστήριο για να του επιτραπεί να παρέμβει.
2. Εναπόκειται στο δικαστήριο να αποφασίσει πάνω στην αίτηση αυτή.
3. Αν η αίτηση παρέμβασης γίνει δεκτή, η απόφαση του δικαστηρίου αναφορικά με τη διαφορά είναι δεσμευτική για το παρεμβαίνον κράτος μέρος στο μέτρο που αφορά στα θέματα για τα οποία το κράτος μέρος αυτό έχει παρέμβει.
Άρθρο 32 Δικαίωμα παρέμβασης σε υποθέσεις ερμηνείας ή εφαρμογής
1. Οποτεδήποτε η ερμηνεία ή εφαρμογή της σύμβασης αυτής τίθεται υπό αμφισβήτηση ο γραμματέας πληροφορεί αμέσως όλα τα κράτη μέρη.
2. Οποτεδήποτε, δυνάμει το άρθρου 21 ή 22 του παραρτήματος, η ερμηνεία ή εφαρμογή μιάς διεθνούς συμφωνίας τίθεται υπό αμφισβήτηση, ο γραμματέας πληροφορεί αμέσως όλα τα μέρη της συμφωνίας.
3. Κάθε μέρος που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2 έχει το δικαίωμα να παρέμβει στη διαδικασία. Εφόσον χρησιμοποιήσει το δικαίωμα αυτό, η ερμηνεία που δίδεται με τη δικαστική απόφαση θα είναι εξίσου δεσμευτική για αυτό.
Άρθρο 33 Τελεσιδικία και δεσμευτική ισχύς αποφάσεων
1. Η απόφαση του δικαστηρίου είναι τελεσίδικη και οφείλεται συμμόρφωση σε αυτή από όλα τα μέρη στη διαφορά.
2. Η απόφαση δεν έχει δεσμευτική ισχύ, εκτός μεταξύ των μερών σχετικά με τη συγκεκριμένη διαφορά.
3. Σε περίπτωση διαφοράς ως προς την έννοια ή το πεδίο εφαρμογής της απόφασης, το δικαστήριο ερμηνεύει αυτήν κατόπιν αίτησης οποιουδήποτε μέρους.
Άρθρο 34 Έξοδα
Εκτός αντίθετης απόφασης του δικαστηρίου, το κάθε μέρος επωμίζεται τα δικά του έξοδα.
Τμήμα 4 ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΘΑΛΛΑΣΣΙΟΥ ΒΥΘΟΥ
Άρθρο 35 Σύνθεση
1. Το τμήμα διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού που αναφέρεται στο άρθρο 14 του παρόντος παραρτήματος απαρτίζεται από έντεκα μέλη, επιλεγόμενα από την πλειοψηφία των εκλεγμένων μελών του δικαστηρίου και μεταξύ των μελών αυτών.
2. Στην επιλογή των μελών του τμήματος, πρέπει να διασφαλίζεται η εκπροσώπηση των κύριων νομικών συστημάτων του κόσμου και η δίκαιη γεωγραφική κατανομή. Η συνέλευση της αρχής μπορεί να υιοθετεί συστάσεις γενικής φύσης σχετικά με την εκπροσώπηση και κατανομή αυτή.
3. Τα μέλη του τμήματος επιλέγονται κάθε τρία έτη και μπορούν να επιλέγονται για δεύτερη θητεία.
4. Το τμήμα εκλέγει τον πρόεδρό του μεταξύ των μελών του, ο οποίος θα υπηρετεί για όσο χρόνο έχει επιλεγεί το τμήμα.
5. Αν οποιαδήποτε διαδικασία ευρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα στο τέλος οποιασδήποτε τριετούς περιόδου για την οποία έχει επιλεγεί το τμήμα, το τμήμα συμπληρώνει τη διαδικασία με την αρχική του σύνθεση.
6. Αν κενωθεί μια θέση στο τμήμα, το δικαστήριο επιλέγει διάδοχο μεταξύ των εκλεγμένων μελών του, ο οποίος θα κατέχει τη θέση για το υπόλοιπο της θητείας του προκατόχου του.
7. Για τη συγκρότηση του τμήματος απαιτείται απαρτία επτά από τα μέλη που έχουν επιλεγεί από το δικαστήριο.
Άρθρο 36 Ειδικά τμήματα
1. Το τμήμα διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού θα σχηματίζει ειδικό τμήμα, αποτελούμενο από τρία από τα μέλη του, για το χειρισμό συγκεκριμένης διαφοράς που υποβάλλεται σ’ αυτό σύμφωνα με το άρθρο 188 παράγραφος 1 στοιχείο β). Η σύνθεση αυτού αποφασίζεται από το τμήμα διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού, με την έγκριση των μερών.
2. Αν τα μέρη δεν συμφωνούν ως προς τη σύνθεση ειδικού τμήματος, κάθε μέρος στη διαφορά διορίζει ένα μέλος, και τοτρίτο μέλος διορίζεται απ’ αυτά από κοινού. Σε περίπτωση διαφωνίας αυτών, ή αν οποιοδήποτε μέρος παραλείπει να προβεί σε διορισμό, ο πρόεδρος του τμήματος διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού προβαίνει αμέσως στο διορισμό ή διορισμούς μεταξύ των μελών του, αφού συνεννοηθεί με τα μέρη.
3. Τα μέλη του ειδικού τμήματος πρέπει να μην είναι στην υπηρεσία, ή υπήκοοι, οποιουδήποτε από τα μέρη στη διαφορά.
Άρθρο 37 Πρόσβαση
Το τμήμα είναι προσιτό στα κράτη μέρη, στην αρχή και στις άλλες οντότητες που αναφέρονται στο μέρος XI τμήμα 5.
Άρθρο 38 Εφαρμοστέο δίκαιο
Επιπλέον των διατάξεων του άρθρου 293, το τμήμα εφαρμόζει:
α) τους κανόνες, κανονισμούς και διαδικασίες της αρχής, που υιοθετούνται σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση, και
β) τους όρους συμβολαίων που αφορούν δραστηριότητες στην περιοχή σε θέματα σχετικά με τα συμβόλαια αυτά.
Άρθρο 39 Εκτέλεση αποφάσεως του τμήματος
Οι αποφάσεις του τμήματος είναι εκτελεστές στα εδάφη των κρατών μερών, με τον ίδιο τρόπο όπως και οι δικαστικές αποφάσεις ή τα διατάγματα το ανώτατου δικαστηρίου του κράτους μέρους στο έδαφος του οποίου επιδιώκεται η εκτέλεση.
Άρθρο 40 Εφαρμογή άλλων τμημάτων του παρόντος παραρτήματος
1. Τα άλλα τμήματα του παρόντος παραρτήματος που δεν είναι ασυμβίβαστα με το παρόν τμήμα αυτό, εφαρμόζονται στο τμήμα διευθέτησης διαφορών θαλάσσιου βυθού.
2. Στην άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτού σχετικά με γνωμοδοτήσεις, το τμήμα καθοδηγείται από τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου στην έκταση που τις αναγνωρίζει ως εφαρμοστέες.
Τμήμα 5 ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Άρθρο 41 Τροποποιήσεις
1. Τροποποιήσεις του παρόντος παραρτήματος, εκτός από τροποποιήσεις του τμήματος 4, μπορούν να υιοθετηθούν μόνο σύμφωνα με το άρθρο 313 ή με ομοφωνία σε διάσκεψη που συγκαλείται σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση.
2. Τροποποιήσεις του τμήματος 4 μπορούν να υιοθετηθούν μόνο σύμφωνα με το άρθρο 314.
3. Το δικαστήριο μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις του παρόντος καταστατικού τις οποίες θεωρεί αναγκαίες, με γραπτές ανακοινώσεις στα κράτη μέρη για να τις μελετήσουν σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII
ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
Άρθρο 1 Έναρξη της διαδικασίας
Επιφυλασσομένων των διατάξεων του μέρους XV, κάθε μέρος σε διαφορά μπορεί να την υποβάλλει στη διαιτητική διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα με γραπτή ειδοποίηση πρός το άλλο μέρος ή μέρη στη διαφορά. Η ειδοποίηση συνοδεύεται από έκθεση της αξίωσης και των λόγων στους οποίους βασίζεται.
Άρθρο 2 Κατάλογος διαιτητών
1. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών καταρτίζει και τηρεί κατάλογο διαιτητών. Κάθε κράτος μέλος δικαιούται να υποδείξει τέσσερις διαιτητές, ο καθένας από τους οποίους πρέπει να έχει πείρα στα ναυτιλιακά θέματα και να χαίρει της καλύτερης φήμης για την αμεροληψία, ικανότητα και ακεραιότητα του. Τα ονόματα των υποδεικνυομένων με αυτό το τρόπο προσώπων αποτελούν τον κατάλογο.
2. Αν οποιαδήποτε στιγμή ο αριθμός των υποδεικνυομένων από ένα κράτος μέρος για τον ούτως καταρτιζόμενο κατάλογο είναι μικρότερος των τεσσάρων, το κράτος μέρος αυτό δικαιούται να προβεί στις αναγκαίες συμπληρωματικές υποδείξεις.
3. Το όνομα ενός διαιτητή παραμένει στον κατάλογο μέχρις ότου αποσυρθεί από το κράτος μέρος που τον υπέδειξε υπό τον όρο ότι ο διαιτητής αυτός θα συνεχίσει να υπηρετεί σε οποιοδήποτε διαιτητικό δικαστήριο στο οποίο έχει διοριστεί μέχρι τη συμπλήρωση της διαδικασίας ενώπιον του διαιτητικού αυτού δικαστηρίου.
Άρθρο 3 Συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου
Για τους σκοπούς της διαδικασίας δυνάμει του παραρτήματος αυτού, το διαιτητικό δικαστήριο, εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών, συγκροτείται ως ακολούθως:
α) επιφυλασσομένου του στοιχείου η), το διαιτητικό δικαστήριο αποτελείται από πέντε μέλη 7
β) το μέρος που κινεί τη διαδικασία διορίζει ένα μέλος το οποίο επιλέγεται, κατά προτίμηση από τον κατάλογο που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος, και το οποίο μπορεί να είναι υπήκοός του. Ο διορισμός θα αναφέρεται στην ειδοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος 7
γ) το άλλο μέρος στην διαφορά, μέσα σε 30 ημέρες από τη λήψη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος, διορίζει ένα μέλος το οποίο επιλέγεται κατά προτίμηση από τον κατάλογο και το οποίο μπορεί να είναι υπήκοός του. Αν ο διορισμός δεν γίνει μέσα σ’ αυτή την προθεσμία, το μέρος που κινεί τη διαδικασία μπορεί, μέσα σε δύο εβδομάδες από την εκπνοή της προθεσμίας, να ζητήσει να γίνει ο διορισμός σύμφωνα με το στοιχείο ε) 7
δ) τα τρία άλλα μέλη διορίζονται με κοινή συμφωνία των μερών. Επιλέγονται κατά προτίμηση από τον κατάλογο και είναι υπήκοοι τρίτων κρατών εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Τα μέρη στη διαφορά διορίζουν τον πρόεδρο του διαιτητικού δικαστηρίου μεταξύ των τριών αυτών μελών. Αν, μέσα σε 60 ημέρες από τη λήψη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος, τα μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν ως πρός το διορισμό ενός ή περισσότερων μελών του δικαστηρίου που διορίζονται με κοινή συμφωνία, ή ως πρός το διορισμό του προέδρου, ο εναπομένων διορισμός ή οι διορισμοί αυτοί γίνονται σύμφωνα με το στοιχείο ε), ύστερα από αίτηση ενός μέρους στη διαφορά. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσα σε δύο εβδομάδες από την εκπνοή της πιό πάνω αναφερόμενης προθεσμίας των 60 ημερών 7
ε) εκτός αν τα μέρη συμφωνούν ότι οποιοσδήποτε διορισμός δυνάμει των στοιχείων γ) και δ) θα γίνει από ένα πρόσωπο ή ένα τρίτο κράτος που επιλέγεται από τα μέλη, ο πρόεδρος του διεθνούς δικαστηρίου για το δίκαιο της θάλασσας προβαίνει στους αναγκαίους διορισμούς. Αν ο πρόεδρος αδυνατεί να ενεργήσει δυνάμει αυτής της υποπαραγράφου, ή είναι υπήκοος ενός από τα μέρη στη διαφορά, ο διορισμός γίνεται από το αμέσως αρχαιότερο μέλος του διεθνούς δικαστηρίου για το δίκαιο της θάλασσας που είναι διαθέσιμο και που δεν είναι υπήκοος κανενός από τα μέρη. Οι διορισμοί που αναφέρονται στην παρούσα υποπαράγραφο γίνονται από τον κατάλογο που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από τη λήψη της αίτησης και σε συνεννόηση με τα μέρη. Τα κατ’ αυτό τον τρόπο διοριζόμενα μέλη πρέπει να είναι διαφορετικών υπηκοοτήτων και να μήν είναι στην υπηρεσία, να μην έχουν συνήθη διαμονή στο έδαφος, ή να μην είναι υπήκοοι οποιουδήποτε από τα μέρη στη διαφορά 7
στ) κάθε κενούμενη θέση πληρούται με τον τρόπο που προβλέπεται για τον αρχικό διορισμό 7
ζ) τα μέρη που έχουν κοινό συμφέρον διορίζουν από κοινού, με συμφωνία, ένα μέλος του δικαστήριου. Όταν υπάρχουν διάφορα μέρη που έχουν διαφορετικά συμφέροντα ή όταν υπάρχει διαφωνία ως προς την ύπαρξη κοινού συμφέροντος, το καθένα από αυτά διορίζει ένα μέλος του δικαστηρίου. Ο αριθμός των μελών του δικαστηρίου που διορίζονται ξεχωριστά από τα μέρη πρέπει πάντοτε να είναι μικρότερος κατά ένα από τον αριθμό των μελών του δικαστηρίου που διορίζονται από τα μέρη από κοινού 7
η) σε διαφορές στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα από δύο μέρη, οι διατάξεις των στοιχείων α) έως στ) τυγχάνουν εφαρμογής στο μέγιστο δυνατό μέτρο.
Άρθρο 4 Αρμοδιότητες διαιτητικού δικαστηρίου
Διαιτητικό δικαστήριο που συγκροτείται δυνάμει του άρθρου 3 του παρόντος παραρτήματος, ασκεί τις αρμοδιότητές του σύμφωνα με το παράρτημα αυτό και τις άλλες διατάξεις της παρούσας σύμβασης.
Άρθρο 5 Διαδικασία
Εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών στη διαφορά, το διαιτητικό δικαστήριο καθορίζει τη δική του διαδικασία, εξασφαλίζοντας στο κάθε μέρος πλήρη δυνατότητα να ακουσθεί και να παρουσιάσει την υπόθεσή του.
Άρθρο 6 Καθήκοντα μερών στη διαφορά
Τα μέρη στη διαφορά οφείλουν να διευκολύνουν το έργο του διαιτητικού δικαστηρίου και, ιδιαίτερα, σύμφωνα με τη νομοθεσία τους και χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που έχουν στη διάθεση τους, οφείλουν:
α) να το εφοδιάσουν με όλα τα σχετικά έγγραφα, διεκολύνσεις και πληροφορίες, και
β) να του παράσχουν τη δυνατότητα όταν είναι απαραίτητο, να καλεί μάρτυρες ή εμπειρογνώμονες και να λαμβάνει καταθέσεις και να επισκέπτεται τις τοποθεσίες με τις οποίες σχετίζεται η υπόθεση.
Άρθρο 7 Έξοδα
Εκτός αν το διαιτητικό δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά λόγω των ειδικών περιστάσεων της υπόθεσης, τα έξοδα του δικαστηρίου, περιλαμβανομένης της αμοιβής των μελών του, βαρύνουν εξίσου τα μέρη στη διαφορά.
Άρθρο 8 Απαιτούμενη πλειοψηφία για λήψη αποφάσεων
Οι αποφάσεις του διαιτητικού δικαστηρίου λαμβάνονται με πλειοψηφία των μελών του. Η απουσία ή η αποχή λιγότερων του ημίσεος των μελών δεν αποτελεί κώλυμα στη λήψη απόφασης από το δικαστήριο. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο πρόεδρος έχει αποφασιστική ψήφο.
Άρθρο 9 Παράλειψη εμφάνισης
Αν ένα μέρος της διαφοράς δεν εμφανιστεί ενώπιον του διαιτητικού δικαστηρίου ή παραλείψει να υπερασπίσει την υπόθεση του,το άλλο μέρος μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να συνεχίσει τη διαδικασία και να εκδώσει την απόφασή του. Η απουσία ενός μέρους ή η παράληψη ενός μέρους να υπερασπίσει την υπόθεσή του δεν αποτελεί κώλυμα στη διεξαγωγή της διαδικασίας. Πρίν από την έκδοση της απόφασής του, το διαιτητικό δικαστήριο πρέπει να επιβεβαιώνει, όχι μόνο ότι έχει δικαιοδοσία να δικάσει τη διαφορά αλλά και ότι η αξίωση είναι βάσιμη ως πρός τα γεγονότα και το νόμο 7
Άρθρο 10 Απόφαση
Η απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου περιορίζεται στο αντικείμενο της διαφοράς και αναφέρει τους λόγους στους οποίους αυτή βασίζεται. Πρέπει να περιέχει τα ονόματα των μελών που συμμετείχαν και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Οποιοδήποτε μέλος του δικαστηρίου μπορεί να επισυνάψει ξεχωριστή ή διϊσταμένη γνώμη στην απόφαση.
Άρθρο 11 Τελεσιδικία της απόφασης
Η απόφαση είναι τελεσίδικη και δεν εφεσιβάλλεται, εκτός εάν τα μέρη της διαφοράς έχουν συμφωνήσει από πριν σε διαδικασία έφεσης. Τα μέρη της διαφοράς οφείλουν να συμμορφώνονται με αυτή.
Άρθρο 12 Ερμηνεία ή εφαρμογή της απόφασης
1. Κάθε διαφωνία που μπορεί να προκύψει μεταξύ των μερών στη διαφορά σχετικά με την ερμηνεία ή τον τρόπο εφαρμογής της απόφασης μπορεί να υποβάλλεται από οποιοδήποτε από τα μέρη στην κρίση του διαιτητικού δικαστηρίου που έχει εκδώσει την απόφαση. Για το σκοπό αυτό, οποιαδήποτε κενή θέση στο δικαστήριο θα πληρούται με τον τρόπο που προβλέπεται για τον αρχικό διορισμό των μελών του δικαστηρίου.
2. Κατόπιν συμφωνίας όλων των μερών στη διαφορά, οποιαδήποτε τέτοια διαφορά μπορεί να υποβάλλεται σε άλλο δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 287.
Άρθρο 13 Εφαρμογή σε οντότητες άλλες από κράτη μέρη
Οι διατάξεις του παρόντος παραρτήματος εφαρμόζονται, mutatis mutandis, σε κάθε διαφορά στην οποία εμπλέκονται οντότητες άλλες από κράτη μέρη.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ
Άρθρο 1 Έναρξη διαδικασίας
Σύμφωνα με το μέρος XV, κάθε μέρος σε μια διαφορά που αφορά στην ερμηνεία ή την εφαρμογή των άρθρων της σύμβασης αυτής των σχετικών με 1) την αλεία, 2) την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, 3) τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα, ή 4) την ναυσιπλοΐα, περιλαμβανομένης της ρύπανσης από πλοία και από την απόρριψη αποβλήτων, μπορεί να υποβάλλει τη διαφορά στην ειδική διαιτητική διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν παράρτημα, με γραπτή ειδοποίηση προς το άλλο μέρος ή μέρη της διαφοράς. Η ειδοποίηση πρέπει να συνοδεύεται από έκθεση της αξίωσης και των λόγων στους οποίους αυτή βασίζεται.
Άρθρο 2 Κατάλογος εμπειρογνωμόνων
1. Κατάλογος εμπειρογνωμόνων καταρτίζεται και τηρείται σχετικά με τον καθένα από τους τομείς 1) της αλιείας, 2) της προστασίας και διατήρησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος, 3) της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας, και 4) της ναυσιπλοΐας, περιλαμβανομένης της ρύπανσης από πλοία και από την απόρριψη αποβλήτων.
2. Οι κατάλογοι εμπειρογνωμόνων καταρτίζονται και τηρούνται, στον τομέα της αλιείας από την οργάνωση τροφίμων και γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, στον τομέα της προστασίας και διατήρησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος από το πρόγραμμα περιβάλλοντος των Ηνωμένων Εθνών, στον τομέα της θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας από τη διακυβερνητική ωκεανογραφική επιτροπή, στον τομέα της ναυσιπλοΐας, περιλαμβανομένης της ρύπανσης από πλοία και από την απόρριψη αποβλήτων, από το διεθνή ναυτιλιακό οργανισμό, ή σε κάθε περίπτωση από το κατάλληλο ενδιαφερόμενο βοηθητικό όργανο στο οποίο η εν λόγω οργάνωση, το πρόγραμμα ή η επιτροπή έχουν εκχωρίσει αυτή την αρμοδιότητα.
3. Κάθε κράτος μέρος δικαιούται να υποδεικνύει δύο εμπειρογνώμονες για τον κάθε τομέα, των οποίων η ικανότητα στα νομικά, επιστημονικά και τεχνικά θέματα του κάθε τομέα είναι αποδεδειγμένη και γενικά αναγνωρισμένη και οι οποιοι χαίρουν της υψηλότερης φήμης για την εντιμότητα και ακεραιότητά τους. Τα ονόματα των κατ’ αυτό τον τρόπο υποδεικνυομένων προσώπων σε κάθε τομέα αποτελούν τον οικείο κατάλογο.
4. Οποτεδήποτε ο αριθμός των εμπειρογνωμόνων που υποδεικνύονται από ένα κράτος μέρος και περιλαμβάνονται στον κατάλογο γίνει μικρότερος από δύο, το κράτος μέρος αυτό δικαιούται να προβεί περαιτέρω στις αναγκαίες υποδείξεις.
5. Το όνομα κάθε εμπειρογνώμονα παραμένει στον κατάλογο μέχρις ότου αποσυρθεί από το κράτος μέρος που τον υπέδειξε, με την προϋπόθεση ότι ο εμπειρογνώμονας αυτός θα εξακολουθήσει να συμμετέχει σε οποιοδήποτε ειδικό διαιτητικό δικαστήριο στο οποίο έχει διορισθεί μέχρι να συμπληρωθεί η διαδικασία ενώπιον του ειδικού αυτού διαιτητικού δικαστηρίου.
Άρθρο 3 Συγκρότηση ειδικού διαιτητικού δικαστηρίου
Για τους σκοπούς διαδικασίας δυνάμει του παρόντος παραρτήματος, το ειδικό διαιτητικό δικαστήριο, εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών, συγκροτείται ως ακολούθως:
α) με την επιφύλαξη του στοιχείου η), το ειδικό διαιτητικό δικαστήριο απαρτίζεται από πέντε μέλη 7
β) το μέρος που κινεί τη διαδικασία διορίζει δύο μέλη που επιλέγονται, κατά προτίμηση, από το σχετικό κατάλογο ή τους καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος και που αφορούν στα θέματα της διαφοράς, το ένα από τα οποία μπορεί να είναι υπήκοός του. Οι διορισμοί θα περιλαμβάνονται στην ειδοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος 7
γ) το άλλο μέρος της διαφοράς διορίζει, μέσα σε 30 ημέρες από τη λήψη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος, δύο μέλη που επιλέγονται, κατά προτίμηση από το σχετικό κατάλογο ή τους καταλόγους που αφορούν στα θέματα της διαφοράς, το ένα από τα οποία μπορεί να είναι υπήκοός του. Αν οι διορισμοί δεν γίνουν μέσα σ’ αυτή την προθεσμία, το μέρος, που κινεί τη διαδικασία, μπορεί, μέσα σε δύο εβδομάδες από την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, να ζητήσει να γίνουν διορισμοί σύμφωνα με το στοιχείο ε) 7
δ) τα μέρη της διαφοράς με κοινή συμφωνία τους διορίζουν τον προέδρο του ειδικού διαιτητικού δικαστηρίου, ο οποίος επιλέγεται, κατά προτίμηση από το σχετικό κατάλογο και ο οποίος θα είναι υπήκοος ενός τρίτου κράτους εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών. Αν μέσα σε 30 ημέρες από τη λήψη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος, τα μέρη αδυνατούν να συμφωνήσουν ως προς τον διορισμό του προέδρου, ο διορισμός γίνεται σύμφωνα με το στοιχείο ε), κατόπιν αίτησης ενός από τα μέρη της διαφοράς. Η αίτηση αυτή γίνεται μέσα σε δύο εβδομάδες από την εκπνοή της πιό πάνω αναφερόμενης προθεσμίας των 30 ημερών 7
ε) εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν ότι ο διορισμός θα γίνει από ένα πρόσωπο ή ένα τρίτο κράτος που επιλέγεται από τα μέρη, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών θα προβαίνει στους αναγκαίους διορισμούς μέσα σε 30 ημέρες από τη λήψη αίτησης σύμφωνα με τα στοιχεία γ) και δ). Οι διορισμοί που αναφέρονται στην υποπαράγραφο αυτή θα γίνονται από το σχετικό κατάλογο ή καταλόγους εμπειρογνωμόνων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος παραρτήματος και σε συννενόηση με τα μέρη της διαφοράς και τον αρμόδιο διεθνή οργανισμό. Τα κατ’ αυτό τον τρόπο διοριζόμενα μέλη πρέπει να έχουν διαφορετικές υπηκοότητες και δεν μπορούν να ευρίσκονται στην υπηρεσία κανενός από τα μέρη της διαφοράς, ούτε να έχουν τη συνήθη διανομή τους στο έδαφος, ή να είναι υπήκοοι, οποιουδήποτε από τα μέρη αυτά 7
στ) κάθε κενούμενη θέση θα πληρούται με τον τρόπο που προβλέπεται για τον αρχικό διορισμό 7
ζ) τα μέρη που έχουν κοινό συμφέρον διορίζουν από κοινού, επί τη βάσει συμφωνίας, δύο μέλη του δικαστηρίου. Όταν υπάρχουν διάφορα μέρη που έχουν διαφορετικά συμφέροντα ή όταν υπάρχει διαφωνία ως προς την ύπαρξη κοινού συμφέροντος, το καθένα απ’ αυτά διορίζει ένα μέλος του δικαστηρίου 7
η) σε διαφορές στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα από δύο μέρη, οι διατάξεις των στοιχείων α) μέχρι στ) τυγχάνουν εφαρμογής στο μέγιστο δυνατό μέτρο.
Άρθρο 4 Γενικές διατάξεις
Τα άρθρα 4 έως 13 του παραρτήματος VII εφαρμόζονται mutatis mutandis στην ειδική διαιτητική διαδικασία σύμφωνα με το παρόν παράρτημα.
Άρθρο 5 Διαπίστωση γεγονότων
1. Τα μέρη μιας διαφοράς που αφορά στην ερμηνεία ή την εφαρμογή των διατάξεων αυτής της σύμβασης των σχετικών με 1) την αλιεία, 2) την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, 3) τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα ή 4) τη ναυσιπλοΐα, περιλαμβανομένης της ρύπανσης από την απόρριψη αποβλήτων, μπορούν οποτεδήποτε να συμφωνήσουν να ζητήσουν τη συγκρότηση ειδικού διαιτητικού δικαστηρίου με το άρθρο 3 του παρόντος παραρτήματος, με σκοπό τη διεξαγωγή έρευνας και τη διαπίστωση γεγονότων που προκάλεσαν τη διαφορά.
2. Εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών, οι διαπιστώσεις γεγονότων από το ειδικό διαιτητικό δικαστήριο που ενεργεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, θεωρούνται δεσμευτικές μεταξύ των μερών.
3. Αν το ζητήσουν όλα τα μέρη της διαφοράς, το ειδικό διαιτητικό δικαστήριο μπορεί να διατυπώσει εισηγήσεις, οι οποίες, χωρίς να έχουν την ισχύ απόφασης, αποτελούν μόνο τη βάση για επανεξέταση από τα μέρη των ζητημάτων που προκάλεσαν τη διαφορά.
4. Επιφυλασσομένης της παραγράφου 2, το ειδικό διαιτητικό δικαστήριο ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος παραρτήματος, εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IX
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΡΓΑΝΙΣΜΩΝ
Άρθρο 1 Χρήση όρων
Για τους σκοπούς του άρθρου 305 και του παρόντος παραρτήματος, «διεθνής οργανισμός» είναι ο διακυβερνητικός οργανισμός που συγκροτείται από κράτη και του οποίου τα κράτη μέλη έχουν μεταβιβάσει αρμοδιότητα πάνω σε θέματα ρυθμιζόμενα από την παρούσα σύμβαση, περιλαμβανομένης και της αρμοδιότητας να συνομολογεί συνθήκες σχετικά με τα θέματα αυτά.
Άρθρο 2 Υπογραφή
Ένας διεθνής οργανισμός μπορεί να υπογράψει την παρούσα σύμβαση αν η πλειοψηφία των κρατών μελών αυτού έχουν υπογράψει τη σύμβαση αυτή. Κατά τη στιγμή της υπογραφής, ένας διεθνής οργανισμός οφείλει να προβεί σε μιά δήλωση, καθορίζοντας έτσι τα θέματα που διέπονται από τη σύμβαση αυτή, για τα οποία του έχει μεταβιβασθεί η αρμοδιότητα από τα κράτη μέλη του, τα οποία έχουν υπογράψει την παρούσα σύμβαση καθώς και τη φύση και την έκταση της αρμοδιότητας αυτής.
Άρθρο 3 Επίσημη επιβεβαίωση και προσχώρηση
1. Ένας διεθνής οργανισμός μπορεί να καταθέσει το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησής του αν η πλειοψηφία των κρατών μελών του καταθέτει ή έχει καταθέσει τα έγγραφα επικύρωσης ή προσχώρησής τους.
2. Τα έγγραφα που κατατίθενται από το διεθνή οργανισμό πρέπει να περιέχουν τις υποχρεώσεις και τις διακηρύξεις που απαιτούνται από τα άρθρα 4 και 5 του παρόντος παραρτήματος.
Άρθρο 4 Έκταση συμμετοχής, δικαίωματα και υποχρεώσεις
1. Το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησης ενός διεθνούς οργανισμού πρέπει να περιέχει την δήλωση αποδοχής των δικαιώματων και υποχρεώσεων των κρατών δυνάμει της σύμβασης αυτής ως προς τα θέματα για τα οποία του έχει μεταβιβασθεί αρμοδιότητα από τα κράτη μέλη του τα οποία είναι μέρη της παρούσας σύμβασης.
2. Ένας διεθνής οργανισμός καθίσταται μέρος της παρούσας σύμβασης στην έκταση που αυτός έχει αρμοδιότητα σύμφωνα με τις διακηρύξεις, κοινοποιήσεις πληροφοριών ή γνωστοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 του παρόντος παραρτήματος.
3. Ο διεθνής αυτός οργανισμός θα ασκεί τα δικαιώματα και θα εκπληρώνει τις υποχρεώσεις τις οποίες τα κράτη μέλη αυτού, τα οποία είναι μέρη, θα είχαν, ούτως ή άλλως, δυνάμει της παρούσας σύμβασης για θέματα για τα οποία του έχει μεταβιβασθεί αρμοδιότητα από τα κράτη μέλη αυτά. Τα κράτη μέλη του διεθνούς αυτού οργανισμού δεν θα ασκούν αρμοδιότητα την οποία έχουν μεταβιβάσει σ’ αυτόν.
4. Η συμμετοχή ενός τέτοιου διεθνούς οργανισμού δεν συνεπάγεται σε καμιά περίπτωση αύξηση της αντιπροσώπευσης την οποία τα κράτη μέλη αυτού τα οποία είναι κράτη μέρη, θα εδικαιούντο ούτως ή άλλως περιλαμβανομένων των δικαιωμάτων στη λήψη αποφάσεων.
5. Η συμμετοχή ενός τέτοιου διεθνούς οργανισμού δεν απονέμει σε καμιά περίπτωση οποιαδήποτε δικαιώματα δυνάμει της σύμβασης αυτής στα κράτη μέλη του οργανισμού τα οποία δεν είναι κράτη μέρη της παρούσας σύμβασης.
6. Σε περίπτωση σύγκρουσης μεταξύ των υποχρεώσεων ενός διεθνούς οργανισμού δυνάμει της σύμβασης αυτής και των υποχρεώσεων αυτού δυνάμει της συμφωνίας που εγκαθίδρυσε τον οργανισμό ή οποιωνδήποτε σχετικών με αυτή πράξεων, οι υποχρεώσεις δυνάμει της σύμβασης αυτής θα υπερισχύσουν.
Άρθρο 5 Διακηρύξεις, γνωστοποιήσεις και κοινοποιήσεις
1. Το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησης ενός διεθνούς οργανισμού θα περιέχει μια διακήρυξη καθορίζουσα τα θέματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση για τα οποία έχει μεταβιβασθεί αρμοδιότητα στον οργανισμό από τα κράτη μέλη του τα οποία είναι μέρη της παρούσας σύμβασης.
2. Κράτος μέλος ενός διεθνούς οργανισμού οφείλει, κατά τη στιγμή που επικυρώνει ή προσχωρεί στην παρούσα σύμβαση ή κατά τη στιγμή που ο οργανισμός καταθέτει το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησής του, οποιαδήποτε απ’ αυτές είναι η μεταγενέστερη, να προβεί σε διακήρυξη καθοριστική των θεμάτων που διέπονται από την παρούσα σύμβαση για τα οποία έχει μεταβιβάσει αρμοδιότητα στον οργανισμό.
3. Τα κράτη μέρη τα οποία είναι κράτη μέλη ενός διεθνούς οργανισμού, ο οποίος είναι μέρος της παρούσας σύμβασης θα θεωρούνται ότι έχουν αρμοδιότητα πάνω σ’ όλα τα θέματα που διέπονται από την παρούσα σύμβαση για τα οποία μεταβιβάσεις αρμοδιότητας στον οργανισμό δεν έχουν ειδικά διακηρυχθεί, γνωστοποιηθεί, κοινοποιηθεί από τα κράτη αυτά δυνάμει του παρόντος άρθρου.
4. Ο διεθνής οργανισμός και τα κράτη μέλη του οποίου είναι κράτη μέρη, οφείλουν να γνωστοποιούν γρήγορα στο θεματοφύλακα της παρούσας σύμβασης κάθε αλλαγή στην κατανομή της αρμοδιότητας, περιλαμβανομένων νέων μεταβιβάσεων αρμοδιότητας, όπως καθορίζεται στις διακηρύξεις δυνάμει των παραγράφων 1 και 2.
5. Κάθε κράτος μέρος μπορεί να ζητήσει από ένα διεθνή οργανισμό και από τα κράτη μέλη του, τα οποία είναι κράτη μέρη, να παράσχουν πληροφορία ως προς το ποιός, μεταξύ του οργανισμού και των κρατών μελών του, έχει αρμοδιότητα σχετικά με οποιοδήποτε συγκεκριμένο θέμα που έχει προκύψει. Ο οργανισμός και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη οφείλουν να παράσχουν την πληροφορία αυτή μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα. Ο διεθνής οργανισμός και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη οφείλουν να παράσχουν την πληροφορία αυτή μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα. Ο διεθνής οργανισμός και τα κράτη μέλη μπορούν επίσης, με δική τους πρωτοβουλία, να παράσχουν την πληροφορία αυτή.
6. Διακηρύξεις, γνωστοποιήσεις και κοινοποιήσεις πληροφοριών δυνάμει του παρόντος άρθρου πρέπει να καθορίζουν τη φύση και την έκταση της μεταβιβαζόμενης αρμοδιότητας.
Άρθρο 6 Ευθύνη και υποχρέωση για αποζημίωση
1. Μέρη που έχουν αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος παραρτήματος είναι υπεύθυνα για παράλειψη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις αυτής ή για οποιαδήποτε άλλη παραβίασή της.
2. Κάθε κράτος μέρος, μπορεί να ζητήσει από ένα διεθνή οργανισμό ή από τα κράτη μέλη του, τα οποία είναι κράτη μέρη της παρούσας σύμβασης, πληροφορίες ως προς το ποιός είναι υπεύθυνος για οποιοδήποτε συγκεκριμένο θέμα. Ο οργανισμός και τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη οφείλουν να παράσχουν τις πληροφορίες. Παράλειψη παροχής των πληροφοριών αυτών μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα ή παροχή αντιφατικών πληροφοριών συνεπάγεται κοινή εις ολόκληρον ευθύνη αυτών.
Άρθρο 7 Επίλυση διαφορών
1. Κατά τη στιγμή της κατάθεσης του εγγράφου επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησης, ή οποτεδήποτε αργότερα, ένας διεθνής οργανισμός είναι ελεύθερος να επιλέξει, με γραπτή διακήρυξή του, ένα ή περισσότερα από τα μέσα επίλυσης διαφορών σχετικά με την ερμηνεία ή εφαρμογή της παρούσας σύμβασης, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 287, παράγραφος 1 στοιχεία α), γ) ή δ).
2. Το μέρος XV εφαρμόζεται mutatis mutandis, σε κάθε διαφορά μεταξύ μερών της παρούσας σύμβασης, ένα ή περισσότερα από τα οποία είναι διεθνείς οργανισμοί.
3. Όταν ένας διεθνής οργανισμός και ένα ή περισσότερα από τα κράτη μέλη του είναι από κοινού μέρη σε μιά διαφορά, ή μέρη με κοινό συμφέρον, ο οργανισμός θα θεωρείται ότι έχει αποδεχθεί τις ίδιες διαδικασίες επίλυσης διαφορών, όπως και τα κράτη μέλη. Όταν, όμως, ένα κράτος μέλος έχει επιλέξει μόνο το διεθνές δικαστήριο της Χάγης δυνάμει του άρθρου 287, ο οργανισμός και το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θα θεωρούνται ότι έχουν αποδεχθεί διαιτησία σύμφωνα με το παράρτημα VII, εκτός αντίθετης συμφωνίας των μερών στη διαφορά.
Άρθρο 8 Εφαρμογή του μέρους XVII
Το μέρος XVII εφαρμόζεται mutatis mutandis σε ένα διεθνή οργανισμό, εκτός όσον αφορά στα εξής:
α) το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησης ενός διεθνούς οργανισμού δεν θα λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 308 παράγραφος 1 7
β) i) ένας διεθνής οργανισμός θα έχει αποκλειστική ικανότητα ως προς την εφαρμογή των άρθρων 312 έως 315, στην έκταση που έχει αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 5 του παρόντος παραρτήματος πάνω σ’ ολόκληρο το αντικείμενο της τροποποίησης,
ii) το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησης ενός διεθνούς οργανισμού σε μιά τροποποίηση, της οποίας ολόκληρο το αντικείμενο για το οποίο ο διεθνής οργανισμός έχει αρμοδιότητα δυνάμει του άρθρου 5 αυτού του παραρτήματος, θα θεωρείται ότι είναι το έγγραφο επικύρωσης ή προσχώρησης ενός εκάστου των κρατών μελών τα οποία είναι κράτη μέρη, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 316 παράγραφοι 1, 2 και 3,
iii) το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης ή προσχώρησης του διεθνούς οργανισμού δεν θα λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 316 παράγραφος 1 και 2, αναφορικά με όλες τις άλλες τροποποιήσεις 7
γ) i) ένας διεθνής οργανισμός δεν μπορεί να καταγγείλει την παρούσα σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 317, εφόσον οποιοδήποτε από τα κράτη μέλη του είναι κράτος μέρος και εφόσον αυτός εξακολουθεί να πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος,
ii) ένας διεθνής οργανισμός θα καταγγείλει την παρούσα σύμβαση όταν κανένα από τα κράτη μέλη του δεν είναι κράτος μέρος της παρούσας σύμβασης ή αν ο διεθνής οργανισμός δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος παραρτήματος. Η καταγγελία αυτή ισχύει αμέσως.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II
ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα υποβάλλει τα σέβη της στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και έχει την τιμή να καταθέσει το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, της 10ης Δεκεμβρίου 1982, και της συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του μέρους XI της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, της 10ης Δεκεμβρίου 1982, που εγκρίθηκε από τη γενική συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 28 Ιουλίου 1994.
Καταθέτοντας το συγκεκριμένο έγγραφο, η Κοινότητα έχει την τιμή να δηλώσει ότι αποδέχεται, όσον αφορά τα θέματα για τα οποία της έχει παραχωρηθεί αρμοδιότητα από τα κράτη μέλη της που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπουν η σύμβαση και η συμφωνία για τα κράτη. Επισυνάπτεται η δήλωση για την αρμοδιότητα, που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του παραρτήματος IX της σύμβασης.
Η Κοινότητα επιθυμεί επίσης να δηλώσει, σύμφωνα με το άρθρο 310 της σύμβασης, ότι αντιτίθεται σε κάθε δήλωση ή διατύπωση θέσης που αποκλείει ή τροποποιεί τη νομική εμβέλεια των διατάξεων της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, και ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν τις δραστηριότητες στον τομέα της αλιείας. Η Κοινότητα δεν θεωρεί ότι η σύμβαση αναγνωρίζει τα δικαιώματα ή τη δικαιοδοσία παράκτιων κρατών, όσον αφορά την εκμετάλλευση, τη διατήρηση και τη διαχείριση των αλιευτικών πόρων, εκτός των μη μεταναστευτικών ειδών, πέραν της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης τους.
Η Κοινότητα επιφυλάσσεται του δικαιώματος να διατυπώνει μεταγενέστερες δηλώσεις σε σχέση με τη σύμβαση και τη συμφωνία και να απαντά σε μεταγενέστερες δηλώσεις και θέσεις.
Η Κοινότητα δράττεται της παρούσας ευκαιρίας για να εκφράσει και πάλι τη βαθύτατη εκτίμησή της προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
ΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΡΥΘΜΙΖΟΥΝ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΗΣ 10ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1982 ΚΑΙ Η ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ 28ης ΙΟΥΛΙΟΥ 1994 ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ XI ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΣΥΜΒΑΣΗΣ (Δήλωση βάσει του άρθρου 5 παράγραφος 1 του παραρτήματος IX της σύμβασης και του άρθρου 4 παράγραφος 4 της συμφωνίας)
Το άρθρο 5 παράγραφος 1 του παραρτήματος IX της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας ορίζει ότι, το έγγραφο επίσημης επιβεβαίωσης εκ μέρους διεθνούς οργανισμού πρέπει να περιλαμβάνει δήλωση που καθορίζει, μεταξύ των θεμάτων που ρυθμίζει η σύμβαση, εκείνα για τα οποία παραχωρείται αρμοδιότητα στον οργανισμό από τα κράτη μέλη του που αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της σύμβασης (1).
Το άρθρο 4 παράγραφος 4 της συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του μέρους XI της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, της 10ης Δεκεμβρίου 1982 (2), ορίζει ότι η επίσημη επιβεβαίωση από ένα διεθνή οργανισμό πραγματοποιείται σύμφωνα με το παράρτημα IX της σύμβασης.
Οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες ιδρύθηκαν με τις συνθήκες των Παρισίων (ΕΚΑΧ) και της Ρώμης (ΕΟΚ και ΕΚΑΕ) που υπεγράφησαν, αντίστοιχα, στις 18 Απριλίου 1951 και στις 25 Μαρτίου 1957. Μετά την κύρωσή τους από τα κράτη που τις υπέγραψαν, οι συνθήκες αυτές τέθηκαν σε ισχύ στις 25 Ιουλίου 1952 και την 1η Ιανουαρίου 1958. Τροποποιήθηκαν με τη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, που υπεγράφη στο Μάαστριχτ στις 7 Φεβρουαρίου 1992 και τέθηκε σε ισχύ, μετά την κύρωσή της από τα κράτη που την υπέγραψαν, την 1η Νοεμβρίου 1993, και τελευταία από τη συνθήκη προσχώρησης που υπεγράφη στην Κέρκυρα στις 24 Ιουνίου 1994, και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1995 (3).
Μέλη των Κοινοτήτων σήμερα είναι: το Βασίλειο του Βελγίου, το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, η Ελληνική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία, η Ιταλική Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Φινλανδική Δημοκρατία, το Βασίλειο της Σουηδίας και το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας.
Η σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας και η συμφωνία σχετικά με την εφαρμογή του μέρους XI της εν λόγω σύμβασης εφαρμόζεται, όσον αφορά τις αρμοδιότητες που παραχωρήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, στα εδάφη όπου εφαρμόζεται η συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω συνθήκη, ιδίως στο άρθρο 227 αυτής.
Η παρούσα δήλωση δεν εφαρμόζεται στα εδάφη των κρατών μελών όπου δεν ισχύει η εν λόγω συνθήκη και ισχύει με την επιφύλαξη των πράξεων ή θέσεων που ενδέχεται να εγκριθούν στα πλαίσια της σύμβασης και της συμφωνίας από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για λογαριασμό και προς το συμφέρον των εδαφών αυτών.
Σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, η παρούσα δήλωση ορίζει την αρμοδιότητα που παραχώρησαν τα κράτη μέλη στην Κοινότητα βάσει των συνθηκών για θέματα που ρυθμίζονται στη σύμβαση και στη συμφωνία.
Η εμβέλεια και η άσκηση αυτών των κοινοτικών αρμοδιοτήτων εξελίσσονται, εκ φύσεως, συνεχώς, και η Κοινότητα δύναται να συμπληρώσει ή να τροποποιήσει την παρούσα δήλωση, εφόσον χρειαστεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 του παραρτήματος IX της σύμβασης.
Η Κοινότητα έχει σε ορισμένα θέματα αποκλειστική αρμοδιότητα, ενώ για άλλα θέματα μοιράζεται την αρμοδιότητά της με τα κράτη μέλη της.
1. Τομείς στους οποίους η Κοινότητα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα
– Όσον αφορά τη διατήρηση και τη διαχείριση των θαλάσσιων αλιευτικών πόρων, η Κοινότητα δηλώνει ότι τα κράτη μέλη της της παραχώρησαν την αρμοδιότητα. Η Κοινότητα έχει, συνεπώς, εξουσία, στο συγκεκριμένο τομέα, να θεσπίζει τους σχετικούς κανόνες και ρυθμίσεις (που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη) και να αναλαμβάνει, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών ή των αρμόδιων διεθνών οργανισμών. Η εν λόγω αρμοδιότητα ισχύει για τα ύδατα που υπάγονται στην εθνική δικαιοδοσία όσον αφορά την αλιεία και για την ανοιχτή θάλασσα. Τα μέτρα, ωστόσο, που αφορούν την άσκηση δικαιοδοσίας επί των πλοίων, τη χορήγηση σημαίας, την καταχώριση των πλοίων και το δικαίωμα επιβολής ποινικών και διοικητικών κυρώσεων, υπάγονται στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, τηρουμένου βεβαίως του κοινοτικού δικαίου. Το κοινοτικό δίκαιο προβλέπει επίσης διοικητικές κυρώσεις.
– Βάσει της εμπορικής και τελωνειακής πολιτικής της, η Κοινότητα είναι αρμόδια για τα θέματα που εμπίπτουν στις διατάξεις των μερών X και XI της σύμβασης καθώς και της συμφωνίας της 28ης Ιουλίου 1994 για τις διεθνείς συναλλαγές.
2. Τομείς για τους οποίους η Κοινότητα μοιράζεται την αρμοδιότητα με τα κράτη μέλη της
– Σχετικά με την αλιεία, για ορισμένους τομείς που δεν αφορούν άμεσα τη διατήρηση και τη διαχείριση των θαλάσσιων αλιευτικών πόρων, υπάρχει κοινή αρμοδιότητα, όπως π.χ. για την έρευνα, την τεχνολογική ανάπτυξη και τη συνεργασία για την ανάπτυξη.
– Όσον αφορά τις διατάξεις για τις θαλάσσιες μεταφορές, την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης, που περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, στα μέρη II, III, V, VII και XII της σύμβασης, η Κοινότητα έχει αποκλειστική αρμοδιότητα μόνον εφόσον οι διατάξεις αυτές της σύμβασης ή οι νομικές πράξεις που εκδίδονται για την εκτέλεσή της, επηρεάζουν τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες. Όταν υπάρχουν κοινοτικοί κανόνες οι οποίοι παρόλα αυτά δεν θίγονται, ιδίως σε περίπτωση κοινοτικών διατάξεων οι οποίες καθορίζουν μόνον ελάχιστα πρότυπα, τα κράτη μέλη έχουν αρμοδιότητα, υπό την επιφύλαξη της αρμοδιότητας της Κοινότητας να ενεργεί στον τομέα αυτό. Άλλως, αρμοδιότητα έχουν τα κράτη μέλη.
Στο προσάρτημα περιλαμβάνεται κατάσταση των σχετικών κοινοτικών πράξεων. Η έκταση της κοινοτικής αρμοδιότητας που απορρέει από τις εν λόγω πράξεις πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις επακριβείς διατάξεις κάθε μέτρου, ιδιαίτερα, εφόσον οι διατάξεις αυτές θεσπίζουν κοινούς κανόνες.
– Όσον αφορά τις διατάξεις των μερών XIII και XIV της σύμβασης, η αρμοδιότητα της Κοινότητας αποσκοπεί κυρίως στην προώθηση της συνεργασίας στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης με τις τρίτες χώρες και τους διεθνείς οργανισμούς. Οι δραστηριότητες της Κοινότητας στον εν λόγω τομέα συμπληρώνουν τις δραστηριότητες των κρατών μελών. Η αρμοδιότητα στο πεδίο αυτό συγκεκριμενοποιείται με την έγκριση των προγραμμάτων που απαριθμούνται στο προσάρτημα.
3. Ενδεχόμενη επίπτωση των λοιπών κοινοτικών πολιτικών
– Είναι σκόπιμο να αναφερθούν, εξάλλου, οι κοινοτικές πολιτικές και δραστηριότητες στον τομέα του ελέγχου των αθέμιτων οικονομικών πρακτικών, των δημοσίων συμβάσεων και της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, καθώς και στον τομέα της αναπτυξιακής βοήθειας. Οι συγκεκριμένες πολιτικές είναι δυνατό να είναι σημαντικές για τη σύμβαση και τη συμφωνία, ιδίως σε σχέση με ορισμένες διατάξεις των μερών VI και XI της σύμβασης.
(1) Σύμφωνα με το άρθρο 2 του παραρτήματος IX, η Κοινότητα κατέθεσε κατά την υπογραφή της σύμβασης δήλωση που καθορίζει, μεταξύ των θεμάτων που ρυθμίζει η σύμβαση, εκείνα για τα οποία της έχει παραχωρηθεί αρμοδιότητα από τα κράτη μέλη της.
(2) Η Κοινότητα την υπέγραψε στις 29 Ιουλίου 1994 και την εφαρμόζει προσωρινά από τις 16 Νοεμβρίου 1994.
(3) Η συνθήκη των Παρισίων για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα καταχωρήθηκε στη γραμματεία των Ηνωμένων Εθνών στις 15 Μαρτίου 1957, υπό τον αριθμό 3729 7 οι συνθήκες της Ρώμης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ) καταχωρήθηκαν, αντίστοιχα, στις 21 και 24 Απριλίου 1958, υπό τους αριθμούς 4300 και 4301. Η συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση καταχωρήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1993, υπό τον αριθμό 30615. Η συνθήκη προσχώρησης της 24ης Ιουνίου 1994 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 241 της 29ης Αυγούστου 1994.
Προσάρτημα
ΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΡΥΘΜΙΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ
– Στον τομέα της θαλάσσιας ασφάλειας και της πρόληψης της θαλάσσιας ρύπανσης
Απόφαση 92/143/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Φεβρουαρίου 1992, σχετικά με τα συστήματα ραδιοναυτιλίας που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στην Ευρώπη (ΕΕ L 59 της 4.3.1992, σ. 17).
Οδηγία 79/115/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1978, περί πλοηγήσεως πλοίων από πλοηγούς ανοικτής θάλασσας στη Βόρειο Θάλασσα και τη Μάγχη (ΕΕ L 33 της 8.2.1979, σ. 32).
Οδηγία 93/75/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, για τις ελάχιστες προδιαγραφές που απαιτούνται για τα πλοία τα οποία κατευθύνονται σε ή αποπλέουν από κοινοτικούς λιμένες μεταφέροντας επικίνδυνα ή ρυπογόνα εμπορεύματα (ΕΕ L 247 της 5.10.1993, σ. 19).
Οδηγία 93/103/ΕΚ του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1993, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας κατά την εργασία στα αλιευτικά σκάφη (13η ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 307 της 13.12.1993, σ. 1).
Οδηγία 94/57/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και πρότυπα για τους οργανισμούς επιθεώρησης και εξέτασης πλοίων και για τις συναφείς δραστηριότητες των ναυτικών αρχών (οδηγία για τις εταιρείες κατάταξης) (ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 20).
Οδηγία 94/58/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Νοεμβρίου 1994, σχετικά με το ελάχιστο επίπεδο εκπαίδευσης των ναυτικών (ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 28).
Οδηγία 95/21/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Ιουνίου 1995, για την επιβολή, σχετικά με τη ναυσιπλοΐα που συνεπάγεται χρήση κοινοτικών λιμένων ή διέλευση από ύδατα υπό τη δικαιοδοσία κράτους μέλους, των διεθνών προτύπων για την ασφάλεια των πλοίων, την πρόληψη της ρύπανσης και τις συνθήκες διαβίωσης και εργασίας επί των πλοίων (έλεγχος του κράτους του λιμένα) (ΕΕ L 157 της 7.7.1995, σ. 1).
Οδηγία 96/98/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, σχετικά με το θαλάσσιο εξοπλισμό (ΕΕ L 46 της 17.2.1997, σ. 25).
Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 613/91 του Συμβουλίου, της 4ης Μαρτίου 1991, για τη μετανηολόγηση πλοίων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ L 68 της 15.3.1991, σ. 1) και κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2158/93 της Επιτροπής, της 28ης Ιουλίου 1993, για την εφαρμογή τροποποιήσεων της διεθνούς σύμβασης για την ασφάλεια της ζωής στη θάλασσα, του 1974, καθώς και της διεθνούς σύμβασης για την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία, του 1973, για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 613/91 του Συμβουλίου (ΕΕ L 194 της 3.8.1993, σ. 5).
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2978/94 του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 1994, για την εκτέλεση του ψηφίσματος Α.747 (18) του ΙΜΟ σχετικά με την εφαρμογή της καταμέτρησης της χωρητικότητας των χώρων έρματος στα πετρελαιοφόρα διαχωρισμένου έρματος (ΕΕ L 319 της 12.12.1994, σ. 1).
Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3051/95 του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1995, για τη διαχείριση της ασφάλειας των επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων Roll-on/Roll-off (Ro-Ro) (ΕΕ L 320 της 30.12.1995, σ.14).
– Στον τομέα της προστασίας και της διατήρησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος (μέρος XII της σύμβασης)
Απόφαση 81/971/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1981, περί καθιερώσεως ενός κοινοτικού συστήματος πληροφορήσεως για τον έλεγχο και τη μείωση της ρυπάνσεως που προξενεί η απόρριψη υδρογονανθράκων στη θάλασσα (ΕΕ L 355 της 10.12.1981, σ. 52).
Απόφαση 86/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 6ης Μαρτίου 1986, για την καθιέρωση κοινοτικού συστήματος πληροφόρησης για τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης που προξενεί η απόρριψη υδρογονανθράκων και άλλων επικίνδυνων ουσιών στη θαλάσσα (ΕΕ L 77 της 22.3.1986, σ. 33).
Οδηγία 75/439/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1975, περί διαθέσεως των χρησιμοποιημένων ορυκτελαίων (ΕΕ L 1994 της 25.7.1975, σ. 23).
Οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 34).
Οδηγία 76/160/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 1975, περί της ποιότητος των υδάτων κολυμβήσεως (ΕΕ L 31 της 5.2.1976, σ. 1).
Οδηγία 76/464/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 4ης Μαΐου 1976, περί ρυπάνσεως που προκαλείται από ορισμένες επικίνδυνες ουσίες που εκχέονται στο υδάτινο περιβάλλον της Κοινότητος (ΕΕ L 129 της 18.5.1976, σ. 23).
Οδηγία 78/176/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Φεβρουαρίου 1978, περί των αποβλήτων που προέρχονται από τη βιομηχανία διοξειδίου του τιτανίου (ΕΕ L 54 της 25.2.1978, σ. 19).
Οδηγία 79/923/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 30ής Οκτωβρίου 1979, περί της απαιτούμενης ποιότητας των υδάτων για οστρακοειδή (ΕΕ L 281 της 10.11.1979, σ. 47).
Οδηγία 80/779/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1980, περί των οριακών τιμών και των ενδεικτικών τιμών της ποιότητος της ατμόσφαιρας για το διοξείδιο του θείου και τα αιωρούμενα σωματίδια (ΕΕ L 229 της 30.8.1980, σ. 30).
Οδηγία 82/176/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1982, περί των οριακών τιμών και των ποιοτικών στόχων για τις απορρίψεις υδραργύρου από το βιομηχανικό τομέα της ηλεκτρολύσεως των χλωριούχων αλάτων αλκαλίων (ΕΕ L 81 της 27.3.1982, σ. 29).
Οδηγία 82/501/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 1982, περί του κινδύνου ατυχημάτων μεγάλης εκτάσεως τον οποίο περικλείουν ορισμένες βιομηχανικές δραστηριότητες (ΕΕ L 230 της 5.8.1982, σ. 1).
Οδηγία 82/883/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1982, για τους τρόπους επιτήρησης και ελέγχου των χώρων οι οποίοι σχετίζονται με τα απόβλητα της βιομηχανίας του διοξειδίου του τιτανίου (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 1).
Οδηγία 82/884/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Δεκεμβρίου 1982, για την οριακή τιμή του μολύβδου που περιέχεται στην ατμόσφαιρα (ΕΕ L 378 της 31.12.1982, σ. 15).
Οδηγία 83/513/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 1983, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις καδμίου (ΕΕ L 291 της 24.10.1983, σ. 1).
Οδηγία 84/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Μαρτίου 1984, για τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους όσον αφορά τις απορρίψεις υδραργύρου σε τομείς άλλους εκτός του τομέα της ηλεκτρολύσεως, των χλωριούχων αλάτων και των αλκαλίων (ΕΕ L 74 της 17.3.1984, σ. 49).
Οδηγία 84/360/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1984, σχετικά με την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από βιομηχανικές εγκαταστάσεις (ΕΕ L 188 της 16.7.1984, σ. 20).
Οδηγία 84/491/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1984, σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις εξαχλωροκυκλοεξανίου (ΕΕ L 274 της 17.10.1984, σ. 11).
Οδηγία 85/203/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 1985, σχετικά με τις προδιαγραφές ποιότητας του αέρα για το διοξείδιο του αζώτου ((ΕΕ L 87 της 27.3.1985, σ. 1).
Οδηγία 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (ΕΕ L 175 της 5.7.1985, σ. 40).
Οδηγία 86/280/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Ιουνίου 1986, σχετικά με τις οριακές τιμές και τους ποιοτικούς στόχους για τις απορρίψεις ορισμένων επικίνδυνων ουσιών που υπάγονται στον κατάλογο I του παραρτήματος της οδηγίας 76/464/ΕΟΚ (ΕΕ L 181 της 4.7.1986, σ. 16).
Οδηγία 88/609/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 1988, για τον περιορισμό των εκπομπών στην ατμόσφαιρα ορισμένων ρύπων από μεγάλες εγκαταστάσεις καύσης (ΕΕ L 336 της 7.12.1988, σ. 1).
Οδηγία 89/369/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1989, σχετικά με την πρόληψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (ΕΕ L 163 της 14.6.1989, σ. 32).
Οδηγία 89/429/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 1989, σχετικά με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριμμάτων (ΕΕ L 203 της 15.7.1989, σ. 50).
Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40).
Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375 της 31.12.1991, σ. 1).
Οδηγία 91/689/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για τα επικίνδυνα απόβλητα (ΕΕ L 377 της 31.12.1991, σ. 20).
Οδηγία 92/43/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1992, για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων καθώς και της άγριας πανίδας και χλωρίδας (ΕΕ L 206 της 22.7.1992, σ. 7).
Οδηγία 92/112/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1992, για τον καθορισμό των διαδικασιών εναρμόνισης των προγραμμάτων περιορισμού της ρύπανσης που προκαλούν τα απόβλητα της βιομηχανίας διοξειδίου του τιτανίου, με προοπτική την εξάλειψή της (ΕΕ L 409 της 31.12.1992, σ. 11).
Οδηγία 94/67/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1994, για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων (ΕΕ L 365 της 31.12.1994, σ. 34).
Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 259/93 του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, σχετικά με την παρακολούθηση και τον έλεγχο των μεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας, καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους (ΕΕ L 30 της 6.2.1993, σ. 1).
– Στον τομέα της έρευνας και της επιστημονικής και τεχνολογικής συνεργασίας για το θαλάσσιο περιβάλλον
Πρόγραμμα θαλάσσια έρευνα και τεχνολογία.
Πρόγραμμα για το περιβάλλον και το κλίμα.
Τομέας της συνεργασίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς: επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία με τις αναπτυσσόμενες χώρες: πρόγραμμα (INCO-DC).
– Συμβάσεις των οποίων η Κοινότητα αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος
Σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης γήινης προέλευσης, Παρίσι, 4 Ιουνίου 1974 (απόφαση 75/437/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1975, ΕΕ L 194 της 25.7.1975, σ. 5).
Πρωτόκολλο που τροποποιεί τη σύμβαση για την πρόληψη της θαλάσσιας ρύπανσης από χερσαίες πηγές, Παρίσι, 26 Μαρτίου 1986 (απόφαση 87/57/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Δεκεμβρίου 1986, ΕΕ L 24 της 27.1.1987, σ. 47).
Πρωτόκολλο για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση από χερσαίες πηγές, Αθήνα, 17 Μαΐου 1980 (απόφαση 83/101/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 1983, ΕΕ L 67 της 12.3.1983, σ. 1).
Σύμβαση για την προστασία της Μεσογείου Θαλάσσης από τη ρύπανση, καθώς και πρωτόκολλο σχετικό με την πρόληψη της ρυπάνσεως της Μεσογείου Θαλάσσης από τις βυθίσεις αποβλήτων που πραγματοποιούν τα πλοία και τα αεροσκάφη, Βαρκελώνη, 16 Φεβρουαρίου 1976 (απόφαση 77/585/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Ιουλίου 1977, ΕΕ L 240 της 19.9.1977, σ. 1).
Πρωτόκολλο για τη συνεργασία στην καταπολέμηση της ρυπάνσεως της Μεσογείου Θαλάσσης από υδρογονάνθρακες και άλλες επιβλαβείς ουσίες σε κρίσιμες καταστάσεις, Βαρκελώνη, 16 Φεβρουαρίου 1976 (απόφαση 81/420/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 1981, ΕΕ L 162 της 19.6.1981, σ. 4).
Σύμβαση για τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση, Γενεύη, 13 Νοεμβρίου 1979 (απόφαση του Συμβουλίου, της 11ης Ιουνίου 1981, ΕΕ L 171 της 27.6.1981, σ. 11).
Πρωτόκολλο της 2-3 Απριλίου 1982 γις τις ειδικά προστατευόμενες περιοχές της Μεσογείου, Γενεύη, 3 Απριλίου 1982 (απόφαση 84/132/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1ης Μαρτίου 1984, ΕΕ L 68 της 10.3.1984, σ. 36).
Συμφωνία για τη συνεργασία για την καταπολέμηση της ρύπανσης της Βόρειας Θάλασσας από τους υδρογονάνθρακες και άλλες επικίνδυνες ουσίες, Βόννη, 13 Σεπτεμβρίου 1983 (απόφαση 84/358/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1984, ΕΕ L 188 της 16.7.1984, σ. 7).
Συμφωνία συνεργασίας για την προστασία των ακτών και των υδάτων του Βορειοανατολικού Ατλαντικού από τη ρύπανση, Λισαβόνα, 17 Οκτωβρίου 1990 (απόφαση 93/550/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Οκτωβρίου 1993, ΕΕ L 267 της 28.10.1993, σ. 20).
Σύμβαση της Βασιλείας για τον έλεγχο της διασυνοριακής διακίνησης επικίνδυνων αποβλήτων και της διάθεσής τους, Βασιλεία, 22 Μαρτίου 1989 (απόφαση 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 1ης Φεβρουαρίου 1993, ΕΕ L 39 της 16.2.1993, σ. 1).
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΟΜΑΔΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Η ομάδα εργασίας για το δίκαιο της θάλασσας συνεχίζει την εξέταση των θεμάτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας, που τέθηκε σε ισχύ στις 16 Νοεμβρίου 1994. Με τις εργασίες της, προετοιμάζει τις συζητήσεις του Συμβουλίου και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει στον προσδιορισμό των πολιτικών της Κοινότητας που αφορούν θέματα σχετικά με το δίκαιο της θάλασσας. Ενόψει της προετοιμασίας των συνεδριάσεων του Συμβουλίου, γνωμοδοτεί στην επιτροπή των Μονίμων Αντιπροσώπων (και, ενδεχομένως, στην πολιτική επιτροπή), μετά από αίτηση αυτής ή με δική της πρωτοβουλία, όσον αφορά τη συμβατότητα των εν λόγω πολιτικών με το διεθνές δίκαιο, και ιδίως με τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας.
Οι αρμοδιότητες της ομάδας συνίστανται, ιδίως, στα ακόλουθα
1. προετοιμασία της απόφασης του Συμβουλίου για τη σύναψη της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας καθώς και της συμφωνίας της σχετικής με την εφαρμογή του μέρους XI της εν λόγω σύμβασης,
2. προετοιμασία των δηλώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 4 του παραρτήματος IX της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας,
3. προετοιμασία των δηλώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 287 και 310 της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας,
4. προετοιμασία των σχεδίων θέσεων της Κοινότητας στο πλαίσιο των οργάνων που προβλέπει η σύμβαση, για τα θέματα που υπάγονται στην αρμοδιότητά της,
5. συντονισμός των δράσεων της Κοινότητας και των κρατών μελών της, στο πλαίσιο της διεθνούς αρχής για το θαλάσσιο βυθό και των οργάνων του, και διαβουλεύσεις για το σχεδιασμό κοινών θέσεων επί θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος τα οποία υπάγονται στην κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας (ΚΕΠΠΑ),
6. σχεδιασμός κοινών θέσεων επί θεμάτων εξωτερικής πολιτικής που παρουσιάζουν γενικό ενδιαφέρον και αφορούν την εξέλιξη του δικαίου της θάλασσας και τις συνέπειές του για την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
7. εξέταση της συνέπειας των σχεδίων και των προτάσεων που υποβάλλονται στο Συμβούλιο προς το διεθνές δίκαιο για το δίκαιο της θάλασσας, και ιδίως προς τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το δίκαιο της θάλασσας.
Οι θέσεις επί των θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Κοινότητας καθορίζονται σύμφωνα με τη συνήθη διαδικασία.
Τα θέματα που υπάγονται στην εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης διέπονται από διατάξεις του τίτλου V της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Προηγούμενο: (Μέρος 1) (Μέρος 2) (Μέρος 3)
* Σε περίπτωση που σε κάποιο άρθρο, εντοπίσετε λανθασμένες πληροφορίες, επικοινωνήστε μαζί μας στο email: news@OmegaNbc.com , ώστε να αποκαταστήσουμε την ορθότητα τους, παρέχοντας μας τις ανάλογες αποδείξεις.
*Το OmegaNbc.com σε αντίθεση με άλλα ΜΜΕ, διορθώνει τυχόν λάθος, ή ψευδής ειδήσεις όπου τις εντοπίσει, δίνοντας ανάλογο “βάρος” στην διόρθωση τους.
*OmegaNbc.com Πρώτα έγκυρα & μετά έγκαιρα.
*Το OmegaNbc.com σε αντίθεση με άλλα ΜΜΕ, αναφέρει πάντα την πηγή, από την οποία αναδημοσιεύει άρθρα η ειδήσεις.
* Το OmegaNbc.com Επιτρέπει την αναδημοσίευση, με προϋπόθεση την αναφορά της ενεργής ηλεκτρονικής διεύθυνσης της ιστοσελίδας παραγωγής, https://OmegaNbc.com/
Tο OmegaNbc.com δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο.
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε,
προκλητικά, συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.
Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει
και το OmegaNbc.com ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.
«Διαφωνώ με ό,τι λες, αλλά θα υπερασπισθώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες.» Φραγκίσκος Μαρία Αρουέ «Βολταίρος» (1694-1778).
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus.com