Ήθη και έθιμα της Πρωτοχρονιάς στις χαμένες πατρίδες – Ο μύθος και η ιστορία του Αι Βασίλη

Τα ήθη και τα έθιμα του κάθε τόπου «χρωματίζουν» τις γιορτινές αυτές ημέρες και αποτελούν μία όαση χαράς για μικρούς και μεγάλους.
Μικρασιατικά έθιμα της Πρωτοχρονιάς
Στον ευρύτερο μικρασιατικό χώρο εντονότατη υπήρχε η βυζαντινή παράδοση στα πρωτοχρονιάτικα έθιμα, μέσα από την οποία πέρασαν οι αρχαιοελληνικές μας συνήθειες και δοξασίες.
Τα κάλαντα ψάλλονταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Οι νοικοκυρές προετοίμαζαν το τραπέζι της πρώτης ημέρας του χρόνου, που έπρεπε να έχει όλα τα καλά του Θεού για να πάει καλά η χρονιά.
Γλυκίσματα για να είναι γλυκιά η νέα χρονιά, καρπούς για καλή σοδειά, δύναμη και υγεία, ξηρούς καρπούς, κρέας (ποτέ ψάρι τέτοια ημέρα), πίτες, πολλά φαγητά – όλα σερβιρισμένα πάνω σε μεγάλο τραπέζι με τα καλύτερα τραπεζομάντιλα, τα καλύτερα σερβίτσια.
Την παραμονή το βράδυ, ή ανήμερα στο γεύμα, ο πατέρας μοίραζε τα δώρα που ήταν χρυσαφικό για τη γυναίκα, παιχνίδια για τα παιδιά. Με την αλλαγή του χρόνου, τα μεσάνυκτα, άνοιγαν τις βρύσες του σπιτιού για να φύγουν οι στενοχώριες του παλιού χρόνου, να τρέξουν στο σπιτικό οι χαρές του νέου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία ο πατέρας έκανε «ποδαρικό» μπαίνοντας στο σπίτι με το δεξί πόδι. Κρατούσε πέτρα και την άφηνε κάτω μόλις έμπαινε στην είσοδο του σπιτιού, για να είναι στέρεο το σπιτικό του, και έσπαζε ρόδι για να υπάρχει ευτυχία.
Όλη την ημέρα έπρεπε να είναι ή να δείχνουν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, δεν μιλούσαν για στενόχωρα θέματα, επειδή ό,τι έκαναν την Πρωτοχρονιά θα έκαναν όλο το χρόνο.
Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοικτές. Φίλοι και συγγενείς πήγαιναν για τα «χρόνια πολλά» από το ένα σπίτι στο άλλο και οι οικοδέσποινες τρατάριζαν γλυκά και ποτά φτιαγμένα από τις ίδιες.
Στο μεσημεριανό τραπέζι δέσποζε η Βασιλόπιτα με διάφορες τοπικές ονομασίες. Ιδιαίτερα προσεγμένη, «κεντημένη», πλουμισμένη από τη νοικοκυρά με περίσσια αγάπη, φροντίδα και σεβασμό. Ήταν η πίτα του Μικρασιάτη Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.
Επάνω είχε σταυρό, και σε διάφορα μέρη τον δικέφαλο αετό – συνήθεια που συναντάται με παραλλαγές σε ολόκληρη τη Μ. Ασία, και είναι ο συμβολισμός του Βυζαντίου που εκφραζόταν με διαφόρους σχηματικούς τρόπους σε πολλές μορφές του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ο πατέρας, αφού έκανε το σταυρό του με όλη την οικογένεια, πριν αρχίσουν να τρώνε σταύρωνε τη Βασιλόπιτα τρεις φορές, την έκοβε και μοίραζε τα κομμάτια ανάλογα με την ηλικία των μελών της οικογένειας – δείγμα σεβασμού, αφού το πρώτο κομμάτι αφιερωνόταν στον Χριστό, το επόμενο στον Μεγάλο Βασίλειο, το τρίτο στο σπίτι.
Το τελευταίο κομμάτι το έκοβαν για τους φτωχούς – δείγμα αλληλεγγύης και αγάπης στον συνάνθρωπο, αλλά και ταπεινοφροσύνης, επειδή πίστευαν ότι όφειλαν να ευχαριστούν τον Θεό καθημερινά για το φαγητό που είχαν τη δυνατότητα να φάνε. Βέβαια, από τις παραμονές είχε κάνει ο καθένας, όπως μπορούσε, το καθήκον του σε άπορους, φτωχούς, αδύνατους συνανθρώπους. Δεν ξεχνούσαν να δώσουν και στα ζώα τους λίγο από τη Βασιλόπιτα.
Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του Σάντα Κλάους ή Σαν Νικολά της Δύσης, τον οποίον έχει επικρατήσει παγκοσμίως να θεωρούμε σαν τον Αϊ-Βασίλη που φέρνει δώρα.
Ο δικός μας Αϊ-Βασίλης φέρνει δώρα αλλά δεν φορά κόκκινη φορεσιά, σκούφους και φούντες – φιγούρα προερχόμενη από διαφήμιση. Καλό είναι να γνωρίζουμε κι εμείς και τα παιδιά μας αυτήν τη διαφορά, όπως και να θυμηθούμε ότι εμείς οι Μικρασιάτες τα δώρα μας τα ανταλλάσσουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και όχι τα Χριστούγεννα, συνήθεια που είναι και αυτή φερμένη από το εξωτερικό.
Αρχοντία Β. Παπαδοπούλου,
Ιστορικός, Πρόεδρος Ένωσης Μαγνησίας Μ. Ασίας
Στον Πόντο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά έκανε μια πίτα, τον «Αϊ-Βασίλη».
Μέσα στην πίτα έβαζε ένα φλουρί κι απάνω το δικέφαλο βυζαντινό αετό, τέσσερις φορές σταυρωτά, με τις κεφαλές προς τη μέση. Το βράδυ κατά στις οκτώ έστηναν τον ψημένο «Αϊ-Βασίλη» στην άκρη του τραπεζιού όρθιο κι ακουμπούσε στον τοίχο.
Έπαιρνε τότε ο νοικοκύρης το κλωνάρι της ελιάς που είχε κόψει το πρωί και το κάρφωνε στον «Αϊ-Βασίλη» λέγοντας τις παρακάτω ευχές : «Με το καλό να μπει Αϊ-Βασίλης», «Να ‘μαι γερός να ξανακάμομε την πίτα».
Κατόπιν, αν είχαν χρυσή αλυσίδα την έβγαζαν και την κρεμούσαν στον «Αϊ-Βασίλη». Ένα – ένα μέλος της οικογένειας τότε πλησίαζε και κρεμούσε ό,τι χρυσό αντικείμενο είχε κι έλεγαν «Και του χρόνου να ‘μαστε καλά!». Το πρωί, ύστερα από την εκκλησιά, έκοβαν την πίτα.
Κάθιζαν όλοι γύρω από το τραπέζι κι ο νοικοκύρης έκοβε την πίτα σε κομμάτια. Το πρώτο ήτανε του νοικοκυριού, το δεύτερο του Αϊ-Βασίλη, το τρίτο της νοικοκυράς, το τέταρτο της δουλειάς, τα υπόλοιπα των μελών της οικογένειας και ένα για τους ξένους. Αμέσως ψάχνει καθένας να δει αν του έτυχε το φλουρί. Κόβουν ξεχωριστό κομμάτι και για την εργασία.
Στην Καππαδοκία υπήρχε μια πληθώρα ηθών και εθίμων που συνόδευαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της σε όλες της σχεδόν τις εκδηλώσεις. Τα περισσότερα από αυτά έχουν λατρευτικό χαρακτήρα λόγω του έντονου θρησκευτικού συναισθήματος που διακατείχε τους Καππαδόκες.
Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα Ομάδες, συνήθως από έξι αγόρια η καθεμιά σκόρπιζαν στο χωριό.
Τα τρία παιδιά από την κάθε ομάδα ανέβαινα στο δώμα των σπιτιών και από το φεγγίτη κρατούσαν με σκοινί ένα φανάρι δικής τους κατασκευής και το άφηναν να κατέβει μέσα στο σπίτι. Ανεβοκατέβαζαν μέσα στο δωμάτιο του σπιτιού το φανάρι τους και έψελναν το τροπάριο του Αγίου Βασιλείου ” Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου …» .
Την ίδια στιγμή τα άλλα τρία παιδιά είχαν μπει μέσα στο σπίτι, για να πάρουν τα δώρα που θα τους προσφέρουν, αυγά, πλιγούρι, βούτυρο, ξηρούς καρπούς. Και στων Τούρκων τα σπίτια πήγαιναν παιδιά για να ψάλουν τα κάλαντα τα παιδιά τα έτρωγαν μαζί σε ένα σπίτι .Τη νύχτα εκείνη γινόταν από πολλούς προσκύνημα στα λαξευτά παρεκκλήσια του Αγίου Βασιλείου και των 40 Μαρτύρων. Οι δρόμοι φωταγωγημένοι από τα κεριά των προσκυνητών που πήγαιναν και έρχονταν παρουσίαζαν υπέροχο θέαμα.
Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα για το γεύμα το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς. Στο τραπέζι έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι, ρόδια που επάνω τους κολλούσαν μικρά κεριά και τα άναβαν, μέσα σε ταψί με ξηρούς καρπούς και κεριά αναμμένα, στημένα στη μέση.Σαράντα μέρες συνέχεια μετά την Πρωτοχρονιά πολλοί συνήθιζαν να πηγαίνουν στο παρεκκλήσι του Αγίου Βασιλείου να ανάβουν το καντήλι και να παρακαλούν να τους βοηθήσει.
Της Μικρασιατικής Ερυθραίας
Τα αηβασιλιάτικα αντέτια (έθιμα και συνήθειες) του ελληνικού λαού της μικρασιατικής Ερυθραίας, όπως και όλων των Ελλήνων εξάλλου, έχουν στόχο να εξασφαλίσουν μέσα στο νέο χρόνο την καλή τύχη (η βασιλόπιτα, τ’ απλοχερίσματα, η χαρτοπαιξία), την υγεία (η πέτρα, οι ευχές), την ευτυχία και την αφθονία (τα κάλαντρα, το αμίλητο νερό, το ρούδι). Σπουδαία «διαβατήρια» έθιμα – που οδηγούν, δηλαδή, από τη μια κατάσταση στην άλλη – θεωρούνται τα κάλαντρα, η βασιλόπιτα και τελικά ο αγιασμός των υδάτων. Η μέρα της Πρωτοχρονιάς είναι γεμάτη από μαγικές ενέργειες για τον πολλαπλασιασμό των κερδών (χαρτιά, φλουρί) κι από προμαντείες (οιωνούς) του καιρού, γιατί επιθυμούσαν να έχουν ένα πετυχημένο και καλό μαξούλι (σοδειά). Η υγεία, προσωπική και οικογενειακή, κυριαρχεί πάντοτε και πάνω από όλα στις ευχές, ως το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου, σε συνδυασμό με το μπερεκέτι (αφθονία, πλούτος), την ευφορία και την ευκαρπία της γης, μια και η πλειοψηφία των Ερυθραιωτών ήταν αγρότες.
Η Πρωτοχρονιά, εκτός του θρησκευτικού, είχε και εντονότατο κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί τότε γίνονταν βίζιτα, γνωριμίες και προξενιές, κλείνονταν επιχειρηματικές δουλειές κλπ. Σημειωτέον ότι η λέξη Πρωτοχρονιά ήταν σχεδόν σε αχρησία πριν από το 1922 στην Ιωνία και ο λαός αποκαλούσε την ημέρα απλώς τ’ Άη-Βασιλειού.
Η παραμονή τ’ Άη-Βασιλειού
Το πρωί της παραμονής, οι Μελιώτες και άλλοι Ερυθραιώτες έστελναν κριάσι, γλυκά, κρασί και διάφορες προμήθειες στις φτωχοί κι αναγκεμένοι, για να μη στερίτζεται άθρωπος μέσ’ στο χωργκιό χρονιάρες μέρες. Πολύ ενδιαφέρον, αρχαίοελληνικής προέλευσης, είναι το μελιώτικο αντέτι να αφήνουν οι κοπέλες στις βρύσες του χωριού ένα πιάτο με γλυκά για τις Καλές Κεράδες, θέλοντας να καλοπιάσουν τις ανεράδες, τα πανάρχαια στοιχειά του νερού.
Νωρίς την Καλή Βραδιά (έτσι ονόμαζαν σχεδόν όλοι οι Ερυθραιώτες το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς), οι κεράδες ηκουσουμέρνανε (διεύθυναν) με ρέγουλο το σπίτι κι ούλα τα κουλαντρίζανε (χειρίζονταν), άστε νά ‘ρτουνε στο καράρι (θέση) ντως. Αποσπερού (αποβραδίς) οι άντροι στις καφενέδες ηγλέπανε τη σόρτη (τύχη) ντως στο κουμάρι (χαρτιά), στα ζάρια για (ή) στα κότσια. Έπαιζαν για το καλό παιχνίδια, όπως το σκαμπίλι, η τριανταμία, η πάστρα, και πίστευαν ότι ο κερδισμένος θα είναι οληχρονίς τυχερός. Όσους φυσικά ήταν κουμαρτζήδες (χαρτοπαίκτες) εκ πεποιθήσεως, δεν τους είχαν σε καμία υπόληψη, ήταν το νείδιο (όνειδος, ντροπή) του χωριού.
Σε πολλά μέρη της Ερυθραίας, είχαν φροντίσει από νωρίτερα την πληρωμή των χρεών, για να μη χρουστάνε κανενούς και τσ’ εύρει ο καινούργιος χρόνος με βερεσέδια και χρέητα. Δεν αμελούσαν επίσης να επιστρέψουν στον ιδιοκτήτη του κάθε αντικείμενο που είχαν πάρει δανεικό, όπως εργαλεία, σκεύη, αχνάρια (πατρόν, σχέδια) κ.ά.
Στις πόρτες και στα μπαλκόνια των σπιτιών σε πολλά ερυθραιώτικα χωριά κρεμνούσαν κρομμυδασκέλλες (σκιλλοκρεμμύδες) κι ασπερδούκλια (βολβούς ασφοδέλου), που είναι πανάρχαια σύμβολα της «κρυφής» ζωής, της αναγέννησης, της μακροζωίας, επειδή, ακόμη και ξεριζωμένες από τη γη, αναβλαστάνουν κι αναπτύσσονται, κρύβοντας μέσα τους τη ζωή.
ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η πρώτη μέρα του έτους λεγόταν kalendae από τους Ρωμαίους. Η πρώτη Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν Πρωτοχρονιά μονάχα από τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. και συγκαταλέχτηκε μέσα στις πέντε επίσημες γιορτές των Ρωμαίων.
Στην αρχή το ρωμαϊκό έτος άρχιζε την πρώτη Μαρτίου και μόνο το 153 π.Χ. άρχισε να θεωρείται Πρωτοχρονιά η 7η Ιανουαρίου, όταν καθιερώθηκε το χρόνο αυτό οι ανώτατοι άρχοντες του κράτους να αναλαμβάνουν καθήκοντα την ημερομηνία αυτή.
Η 1η Σεπτεμβρίου ορίστηκε σαν αρχή του θρησκευτικού έτους το 313 και διατηρήθηκε σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα στα Δωδεκάνησα.
Οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι, όπως περάσει κανείς την Πρωτοχρονιά, έτσι θα περάσει ολόκληρο το χρόνο. Γι’ αυτό την ημέρα αυτή προσπαθούσαν να την περάσουν με ευχάριστο τρόπο.
Πολλοί μεταμφιέζονταν σε ζώα (καμήλες, τράγους, ελάφια) και γύριζαν στα σπίτια με πηδήματα, χορούς και τραγούδια. Όσους συναντούσαν τους πείραζαν με διάφορα αστεία. Τα παιδιά περίμεναν την Πρωτοχρονιά με λαχτάρα.
Μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα σπίτια των πλουσίων, κρατώντας στα χέρια τους ένα μήλο ή ένα πορτοκάλι. Εκείνοι κάρφωναν επάνω στο φρούτο ένα νόμισμα, τη στρήνα. Τα παιδιά, για τον μποναμά που έπαιρναν, έδιναν ευχές κι ένα φιλί.
Το 2019 ας είναι ευλογημένη χρονιά με υγεία και ελπίδα για όλο τον Κόσμο.
Την 1η Ιανουαρίου του 379 μ.Χ. πεθαίνει στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, σε ηλικία μόλις 49 χρόνων, ο Μέγας Βασίλειος. Οι σύγχρονοί του, ενώ ζούσε ακόμη, τον ονόμασαν «Μέγα», τόσο για την πίστη, τη σοφία και τη σωφροσύνη του, όσο και για τη φιλανθρωπία και τη γενναιοδωρία του.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Μητροπολίτης Καισάρειας, εκτός από τη δριμεία μάχη του εναντίον του αρειανισμού με λόγους και συγγράμματα, μερίμνησε να χτιστούν παντού νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία και φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του. Καταγόταν από πλούσια οικογένεια, μα πέθανε πάμφτωχος, έχοντας σπαταλήσει όλη την περιουσία του για τη φροντίδα του ποιμνίου του. Η εκκλησία τον ανακήρυξε Άγιο και Μέγα και καθιέρωσε τη γιορτή του την ημέρα του θανάτου του, την 1η Ιανουαρίου και μαζί τη δημιουργία του θρύλου του Αϊ Βασίλη των Ελλήνων.
Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΩΡΩΝ
Ο χριστουγεννιάτικος Αϊ-Βασίλης αποτελεί σήμερα μια διεθνή λαογραφική μορφή, η οποία διανέμει δώρα σε παιδιά και ενηλίκους, που υπήρξαν «καλοί» κατά τη διάρκεια του έτους. Είναι κυρίαρχο πρόσωπο του εορτασμού των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Η γνωστή μορφή με την κόκκινη στολή, τη λευκή γενειάδα, πάντα χαμογελαστός, με το σάκο του γεμάτο δώρα, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν ζωηρά ελάφια ή τάρανδοι αποτελεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες των εορτών, ακόμη και σε χώρες μη χριστιανικές. Ξεκινά κάθε χρόνο από κάποια άγνωστη χώρα του Βορρά για να χαρίσει δώρα και χαρά σ’ όλα τα παιδιά της γης.
Είναι ακριβώς ο ίδιος ο «Father Christmas», ο Πατέρας Χριστούγεννα των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλλων, ο «Σίντερ-Κλάας» των Ολλανδών, ο «Βάιναχτσμαν» των Γερμανών, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ» (= ο Καλός γερο-πατέρας) των Κινέζων, ο «Χοτέισο» των Ιαπώνων.
Η παράδοση αυτή έχει τις ρίζες της στη γιορτή του Χειμερινού Ηλιοστάσιου, που γιόρταζαν, από την προϊστορική ακόμη εποχή, όλοι σχεδόν οι λαοί της Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Τη μέρα εκείνη οι άρχοντες κάθε τόπου συνήθιζαν να γιορτάζουν μαζί με τους υπηκόους τους στους δρόμους, προσφέροντας δώρα στα μικρά παιδιά, φυτεύοντας και στολίζοντας αειθαλή δένδρα και φτιάχνοντας στεφάνια από τα κλωνάρια τους, σύμβολο αιώνιας ζωής.. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι στις 25 Δεκεμβρίου γιόρταζαν τα Μπρουμάλια (η λέξη υποδηλώνει τη μικρότερη ημέρα του χρόνου, dies brevissima > brevma > bruma). Σε αυτά τιμούσαν την «ημέρα της γεννήσεως του αήττητου Ήλιου» (dies natalis invicti Solis), αφού ο Ήλιος από τις ημέρες εκείνες έπαυε να χαμηλώνει την τροχιά του και άρχιζε να επανέρχεται ψηλά στον ουρανό θριαμβευτής, για να ξαναφέρει τη ζέστη και τη ζωή στην παγωμένη φύση. Κάποιους αιώνες αργότερα (επισήμως από τον 6ο μ.Χ. αι.) ο χριστιανισμός υιοθέτησε την ημερομηνία αλλάζοντας το τιμώμενο πρόσωπο στον «Ήλιο της Δικαιοσύνης», κατά το τροπάριο των Χριστουγέννων, τον Ιησού Χριστό.
Στις παραδόσεις όλων των λαών της Ευρώπης υπάρχει παντού κάποιο μυθικό πρόσωπο -νεράιδα, ξωτικό ή θεός- που κάποια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου και για κάποιο συγκεκριμένο λόγο μοιράζει δώρα στα μικρά παιδιά. Τέτοιος είναι ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν στην παράδοση των Κελτών, που κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα, η Λα Μπεφάνα στην Ιταλία, που μοίραζε δώρα στα παιδιά και αποκάλυπτε στις νέες και στους νέους μυστικά σχετικά με το μελλοντικό τους γάμο, σαν τιμωρία που αμέλησε να ακολουθήσει τους τρεις μάγους κατά την επίσκεψή τους στο νεογέννητο Χριστό, αλλά και η γριά Μπαμπούσκα στη ρωσική παράδοση, που καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανίων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά, επειδή έδωσε λάθος κατευθύνσεις για το δρόμο προς τη Βηθλεέμ.
Στην ευρωπαϊκή δύση το πρόσωπο του φορέα δώρων έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου, αρχιεπίσκοπου Μύρων, που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Τα δικά του έργα ενέπνευσαν μετά το Μεσαίωνα τη δημιουργία της μυθικής μορφής του Sinterklaas, που τιμάται στην Ολλανδία, στο Βέλγιο και στη Γερμανία. Το 12ο αιώνα Γαλλίδες καλόγριες μοίραζαν δώρα στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, την ημέρα της επετείου του θανάτου του (6 Δεκεμβρίου). Αυτή θεωρείται η απαρχή του εθίμου στη δυτική κουλτούρα. Την ίδια εποχή γίνεται ο συγκερασμός του Αγίου με τη πληθωρική σκανδιναβική θεότητα Οντίν, που διέθετε πλούσια γενειάδα και πετούσε καβάλα σε οκτάποδο άλογο.
Το όνομα Santa Claus είναι μία παράφραση του ολλανδικού ονόματος Sinterklaas, που μετέφεραν και εδραίωσαν στο Νέο Κόσμο, στο Νέο Άμστερνταμ (σήμερα Νέα Υόρκη) οι Ολλανδοί μετανάστες. Το Δεκέμβριο του 1773 και ξανά το 1774, εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρει ότι ομάδες ολλανδικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την επέτειο του θανάτου του Αγίου Νικολάου. Το 1804 ο John Pintard, μέλος της New York Historical Society, στην ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου, μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου. Το φόντο της εικόνας περιλάμβανε οικείες εικόνες του αγίου και κάλτσες γεμάτες παιχνίδια και φρούτα, κρεμασμένες πάνω από ένα τζάκι. Το 1809 ο Washington Irving βοήθησε να ανεβεί η δημοτικότητα του Sinterklaas, όταν στο βιβλίο του The History of New York ανέφερε τον Άγιο Νικόλαο σαν προστάτη άγιο της Νέας Υόρκης. Το 1822 ο Αμερικανός συγγραφέας Κλέμεντ Μουρ έγραψε το ποίημα «The Night Before Christmas». Το ποίημα αυτό δημοσιεύθηκε την 23η Δεκεμβρίου 1823 στην εφημερίδα «Sentinel». για τις τρεις κόρες του. Εκεί υπάρχει η πρώτη περιγραφή του Santa Claus και της δράσης του στη σημερινή παγκόσμια εκδοχή.
Η ιστορία αυτή εικονογραφήθηκε από τον πατέρα του χιουμοριστικού αμερικανικού σχεδίου Τόμας Νάστ, γερμανικής καταγωγής, που δανείστηκε για τη δημιουργία του στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση των Χριστουγέννων, αλλά και την παραδομένη μορφή του πλανόδιου γερμανού εμπόρου. Σύμφωνα με μία άποψη ο Άγιος Βασίλης γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Νάστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν «Ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο», όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άνδρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού, καλυμμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Νάστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, διότι έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική, αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas, του Pelze-Nicol και του Pere Noel, μια άλλη διάσταση που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Αϊ-Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες για να δώσει δώρα στα παιδιά προέρχεται από το ποίημα του Κλέμεντ Μούρ «Μια επίσκεψη του Αγίου Νικόλα», όπου δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ελαφιών που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι.
Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ & Η COCA-COLA
Μέχρι τη δεκαετία του 1930 η στολή του Αϊ-Βασίλη είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το 1931 ο αμερικανός σχεδιαστής Χέιντον Σάντμπλομ, για τις ανάγκες ενός διαφημιστικού της Coca-Cola, έβαψε τη στολή του αγίου με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα του αναψυκτικού. Για να μη την ξεβάψει από τότε ποτέ!
Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Στην Ελλάδα και στην ορθόδοξη παράδοση το καλό πνεύμα της Πρωτοχρονιάς ταυτίστηκε εύκολα με το Μέγα Βασίλειο, το μεγάλο ιεράρχη, επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, κορυφαίου θεολόγου του 4ου αιώνα και ενός από τους Τρεις Ιεράρχες, προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.
Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας βαθιά μορφωμένος και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος. Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και από παιδί ακόμα έτυχε βαθιάς, χριστιανικής μόρφωσης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με στενή και ειλικρινή φιλία με το Γρηγόριο, που αργότερα έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φιλολογία και φυσική στην Αθήνα και περιόδευσε στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, στην Παλαιστίνη και στην Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει το μοναχισμό, που τον γοήτευε πάντα. Με συντροφιά το φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό, συνέταξαν ένα απάνθισμα από τα έργα του Ωριγένη, τη «Φιλοκαλία», και τους μοναχικούς κανόνες που αποτελούν τη βάση του ορθόδοξου μοναχισμού.
Οι ανάγκες της Εκκλησίας, που χειμαζόταν την εποχή εκείνη από την αίρεση του αρειανισμού και η απαίτηση του λαού του τον έκαναν να διακόψει το μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο το μητροπολίτη Καισάρειας Ευσέβιο. Χαρακτηριστικό ήταν το θάρρος και η τόλμη του απέναντι στον αρειανό αυτοκράτορα Ουάλη, που θέλησε να τον απειλήσει. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων της εκκλησίας και στη φροντίδα του ποιμνίου του. Οι βαριές όμως εκκλησιαστικές και κοινωνικές φροντίδες αποδείχθηκαν αβάστακτες για τον ασκητικό και ασθενικό ιεράρχη. Ο Μέγας Βασίλειος πέθανε την 1η Ιανουαρίου του 379 σε ηλικία μόλις 49 χρόνων και πάμφτωχος. Άφησε όμως πίσω του ένα πλούσιο έργο. Εκτός από τα αμέτρητα συγγράμματά του και τη μάχη του εναντίον του αρειανισμού, έγινε γνωστός κυρίως για τη φιλανθρωπία του. Μερίμνησε να χτιστούν νοσοκομεία, φτωχοκομεία, ορφανοτροφεία και γηροκομεία και φρόντιζε πάντα όσους είχαν την ανάγκη του.
Ο Αϊ Βασίλης των Ελλήνων απέχει πολύ από το χοντρούλη και εύθυμο Santa Claus της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες τον παρουσιάζουν αδύνατο, μελαχρινό, με μαύρα γένια και γελαστό πάντα. Σύμφωνα με την παράδοση αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων- και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε στους ανθρώπους δώρα. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.
Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Όπως η παράδοση, αναφέρει, την εποχή που ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι, ζήτησαν τη βοήθεια του ποιμενάρχη τους. Αυτός τους συμβούλεψε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν και, αφού μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου καταπράυνε τον Έπαρχο, ο οποίος τελικά δε θέλησε να πάρει τα δώρα. Όταν όμως προσπάθησαν να μοιράσουν πίσω στους πιστούς τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο χωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και όμοια νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει.
Στα ελληνικά δεδομένα η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στον βορειοευρωπαίο και βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην ελληνική κοινωνία, στην αστική κυρίως τάξη, στη δεκαετία 1950-1960 από τους «συγγενείς» μετανάστες, που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αϊ-Βασίλη
Είτε σαν μεσαιωνικός πεζοπόρος, είτε σαν εύθυμος Santa Claus, ο Άγιος Βασίλειος, ο πρωτοχρονιάτικος δικός μας Αϊ-Βασίλης, έμεινε στην αντίληψη του λαού μας σαν ένας ανθρώπινος άγιος, που ζει και περπατά ανάμεσα μας. Ένας καλοδεχούμενος επισκέπτης, που κάθε πρώτη του χρόνου ξεκινά από την Καισάρεια της Καππαδοκίας και ταξιδεύει στον κόσμο, χαρίζοντας την ευχή του και καλή τύχη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Σπ. Δημητρέλη. Ιδού ο Έλληνας Αϊ Βασίλης. ΤΑ ΝΕΑ, 31/12/1994, σελ. 18.
Στρ. Θεοδοσίου – Μ. Δανέζης. Η οδύσσεια των ημερολογίων. εκδ. ΔΙΑΥΛΟΣ. Αθήνα: 1995.
Μάρθα Καϊτανίδη. Η Coca Cola, μαμά του Αϊ-Βασίλη. ΤΑ ΝΕΑ, 16 Δεκεμβρίου 2006, σελ. 14.
Δημ. Σ. Λουκάτου. Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών εκδ. ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ. Αθήνα: 1997.
ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ – ΠΑΙΔΕΙΑ. Εγκυκλοπαίδεια εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία/Πήγασος Εκδοτική Α.Ε. Θεσσαλονίκη : 2005.
ΠΑΠΥΡΟΣ – ΛΑΡΟΥΣ – ΜΠΡΙΤΑΝΙΚΑ. Εγκυκλοπαίδεια. εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ. Αθήνα: 1990.
Πηγή: constantinoupoli.com – e-telescope.gr
OmegaNbc.com
* Σε περίπτωση που σε κάποιο άρθρο, εντοπίσετε λανθασμένες πληροφορίες, επικοινωνήστε μαζί μας στο email: news@OmegaNbc.com, ώστε να αποκαταστήσουμε την ορθότητα τους, παρέχοντας μας τις ανάλογες αποδείξεις.
*Το OmegaNbc.com σε αντίθεση με άλλα ΜΜΕ, διορθώνει τυχόν λάθος, ή ψευδής ειδήσεις όπου τις εντοπίσει, δίνοντας ανάλογο “βάρος” στην διόρθωση τους.
*OmegaNbc.com Πρώτα έγκυρα & μετά έγκαιρα.
*Το OmegaNbc.com σε αντίθεση με άλλα ΜΜΕ, αναφέρει πάντα την πηγή, από την οποία αναδημοσιεύει άρθρα η ειδήσεις.
* Το OmegaNbc.com Επιτρέπει την αναδημοσίευση, με προϋπόθεση την αναφορά της ενεργής ηλεκτρονικής διεύθυνσης της ιστοσελίδας παραγωγής, https://OmegaNbc.com/
Tο OmegaNbc.com δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο.
Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε,
προκλητικά, συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε.
Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει
και το OmegaNbc.com ουδεμία νομική ή άλλη ευθύνη φέρει.
«Διαφωνώ με ό,τι λες, αλλά θα υπερασπισθώ μέχρι θανάτου το δικαίωμά σου να το λες.» Φραγκίσκος Μαρία Αρουέ «Βολταίρος» (1694-1778).
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus.com